Καθότανε δίπλα μου στο μάθημα των γερμανικών. Τους αρσενικούς μαντραχαλάδες της τάξης, ο καθηγητής μας τους προσφωνούσε με το ΄χερ’ μπροστά από το επίθετο. ο Πιντσίνι κάθε φορά που άκουγε το όνομά του αναπηδούσε από το κάθισμά του ελαφρώς τρομαγμένος. Μονίμως εκτός χρόνου και τόπου, εκτός συγχρονισμού με τους υπόλοιπους, φάλτσος, να ρεμβάζει καθώς φαντασιώνεται το δικό του μαύρο σύμπαν μέσα από νυχτερινές ονειρώξεις. Ήταν ψηλός και μπουνταλάς. Αμπτάλης και αμπλαούμπλας. ψηλός με όρθια μαλλιά τρελού επιστήμονα και 2 στρόγγυλα γυαλάκια σαν δημοσιογράφου του φαρ ουέστ. Τα ρούχα του ήταν του επόμενου αιώνα. Περιφερόταν σαν κατάσκοπος της Περεστρόικα.
Γύρισε κουρασμένος σπίτι του. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο είναι πολύ ήσυχος. Μάλλον θα λείπει. Μπήκε μέσα να πάρει το σίδερο. Ο συγκάτοικος ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, γυμνός, χασισωμένος και χάιδευε απαλά το καυλωμένο του πουλί του. Η οθόνη του υπολογιστή έτρεχε στο σλάιντ σόου φωτογραφίες από κακοποιημένα 6 χρονα. Ο Πιντσίνι δεν πτοήθηκε και πήρε το σίδερο βγαίνοντας κύριος. Μετά άκουσε από το βάθος της πόρτας κάτι ιταλικά μπινελίκια και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έχοντας βγει με τις παντόφλες να βρέχει όλο το πάτωμα έτρεξε να βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο. τα νερά της πετσέτας του, στάζαν και στην τουαλέτα. Έπειτα πήγε να βάλει σεσουάρ. Αλλά ξέχασε το παραθυράκι του μπάνιου ανοιχτό και έτρεξε να το κλείσει. εκεί άρχισε να αναπολεί. τί ήθελε εδω πέρα? γιατί βρίσκεται σε ένα μέρος ξένο? τί θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει? ερωτήσεις που πάντα απέφευγε να απαντήσει και τις μετέθετε για το μέλλον, φαντασιωνόμενος ότι κάποτε θα είναι ευτυχισμένος αρκετά για να τις αναβάλλει μέχρι να πεθάνει. Σαν παρέμβαση από μηχανής θεού, η πόρτα του μπαλκονιού του μπάνιου προσγειώθηκε πάνω στα δάχτυλά του. Ο μεγαλύτερος πόνος στην ζωή του ήρθε σε fast forward σούβλα που πέρασε από τον κώλο του και απλώθηκε απ τα λαρύγγια του στο εύρος όλου του οικοδομικού τετραγώνου μέσα από την πιο βασανισμένη λυσσασμένη και απεγνωσμένη φωνή που ακούστηκε ποτέ. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο δεν φάνηκε να αντιδράει. Το υπόλοιπο σώμα του Πιντσίνι άρχισε να τρέμει. το δέρμα του στα δάχτυλα άρχισε να μαυρίζει και να στάζει αίμα. Ο Πιντσίνι προσπάθησε με το άλλο χέρι ν’ανοίξει το μπαλκόνι αλλά το χερούλι φράκαρε και δεν μπορούσε να πάει πίσω. μπροστά ήταν τα δάχτυλά του και η επιλογή να σπρώξει το πορτάκι λίγο ακόμα ώστε να σπάσουν και να κοπούν και μετά να απελευθερωθεί η πόρτα. Έκλεισε τα μάτια και μέσα στον πανικό του πήρε τη σωστή απόφαση, Έσπρωξε αποφασιστικά την πόρτα προς τα μπρος. Εκείνη την ώρα έκρηξη πόνου σημειώθηκε στα σωθικά του και του αποκάλυψε μια ολόχρυση πύλη. Την Πύλη της χρυσής ευκαιρίας. Έκλεισε τα μάτια απότομα και την έκλεισε. Όταν ο φρικτός πόνος άρχισε να φεύγει, μια φωνή ήρθε και τον ρώτησε ΄΄ποιο είναι το νόημα της ζωής?’’ εκείνος είπε ‘’να μην πονάμε. το βρήκα σωστά?’’. Αμέσως ένιωσε έναν μαύρο με ένα πιστόλι έρχεται κοντά του και του την ανάβει πάνω από τον σβέρκο. τα άχρηστα μυαλά του πετάγονται από το στόμα του και κοσμούν το καπάκι και την λεκάνη της τουαλέτας. Τελικά η ανατίναξη έγινε στην κουζίνα, μιας που από το προηγούμενο βράδυ είχε ξεχάσει να σβήσει τον φούρνο με το υγραέριο, αλλά ο Πιντσίνι κατάφερε να ζήσει. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι στη ζωή υπάρχει κάποιο νόημα. Ο Πιντσίνι πρωταγωνιστεί στο δικό του δράμα της ύπαρξης, όπως οι περισσότεροι που δεν μας νοιάζει η ιστορία του και οι λιγοστοί θεατές που έμειναν, μέχρι να φύγουν κι αυτοί από την αίθουσα. Ένας μπουνταλάς πάντα να πιάνεται σε κάποια φάκα. Ένιωθε ότι έπρεπε να την διαδώσει. Αλλά πρώτα έπρεπε να του ξαναβάλουν τα σπασμένα κόκκαλα στα δάχτυλα. Με δυσκολία πληκτρολογούσε στον υπολογιστή το όνομα κάποιου γειτονικού νοσοκομείου με εξωτερικού ιατρεία. έπρεπε να ντυθεί. να βγεί από το σπίτι, αργά τη νύχτα, να περπατήσει 10 λεπτά στο χιόνι μέχρι να φτάσει στα uban, μετά να κατέβει σε 2 στάσεις, να πάρει ένα λεωφορείο, και τσούπ, σε μισή ώρα να έρθει η σειρά του στην ουρά. Στο νοσοκομείο των ρωτάνε ποια είναι η ασφάλειά του στα Γερμανικά. Δεν καταλαβαίνει. του φέρνουν διερμηνέα στα Αγγλικά. του λέει πως δεν έχει τίποτα. Αργότερα του γράφουν το όνομα και του ετοιμάζουν τον λογαριασμό στο σπίτι που μένει. Τα τρία του δάχτυλα, χειρουργήθηκαν, αποκαταστάθηκαν ράφτηκαν και τοποθετήθηκαν στον νάρθηκα. Την επόμενη μέρα είδαμε στην τάξη να προσπαθεί να γυρίσει τη σελίδα με τους νάρθηκες. Δεν εμφανίστηκε την επόμενη εβδομάδα. ένας άλλος Ιταλός συμμαθητής του είπε στην τάξη ότι γύρισε πίσω στους γονείς του. Τον σπίτωσαν στο σπίτι της γιαγιάς του που μόλις πέθανε, μέχρι να πεθάνει κι αυτός. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μάλλον, όταν σου παρουσιάζεται μια Πύλη της Χρυσής Ευκαιρίας να την ανοίξεις αλλά έχεις και ένα βολικό μέλλον κάπου να σε περιθάλψει και να σε περιμένει,είναι πιο εύκολο να την αγνοήσεις.
Γύρισε κουρασμένος σπίτι του. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο είναι πολύ ήσυχος. Μάλλον θα λείπει. Μπήκε μέσα να πάρει το σίδερο. Ο συγκάτοικος ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, γυμνός, χασισωμένος και χάιδευε απαλά το καυλωμένο του πουλί του. Η οθόνη του υπολογιστή έτρεχε στο σλάιντ σόου φωτογραφίες από κακοποιημένα 6 χρονα. Ο Πιντσίνι δεν πτοήθηκε και πήρε το σίδερο βγαίνοντας κύριος. Μετά άκουσε από το βάθος της πόρτας κάτι ιταλικά μπινελίκια και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έχοντας βγει με τις παντόφλες να βρέχει όλο το πάτωμα έτρεξε να βγάλει τα ρούχα από το πλυντήριο. τα νερά της πετσέτας του, στάζαν και στην τουαλέτα. Έπειτα πήγε να βάλει σεσουάρ. Αλλά ξέχασε το παραθυράκι του μπάνιου ανοιχτό και έτρεξε να το κλείσει. εκεί άρχισε να αναπολεί. τί ήθελε εδω πέρα? γιατί βρίσκεται σε ένα μέρος ξένο? τί θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει? ερωτήσεις που πάντα απέφευγε να απαντήσει και τις μετέθετε για το μέλλον, φαντασιωνόμενος ότι κάποτε θα είναι ευτυχισμένος αρκετά για να τις αναβάλλει μέχρι να πεθάνει. Σαν παρέμβαση από μηχανής θεού, η πόρτα του μπαλκονιού του μπάνιου προσγειώθηκε πάνω στα δάχτυλά του. Ο μεγαλύτερος πόνος στην ζωή του ήρθε σε fast forward σούβλα που πέρασε από τον κώλο του και απλώθηκε απ τα λαρύγγια του στο εύρος όλου του οικοδομικού τετραγώνου μέσα από την πιο βασανισμένη λυσσασμένη και απεγνωσμένη φωνή που ακούστηκε ποτέ. Ο συγκάτοικος στο διπλανό δωμάτιο δεν φάνηκε να αντιδράει. Το υπόλοιπο σώμα του Πιντσίνι άρχισε να τρέμει. το δέρμα του στα δάχτυλα άρχισε να μαυρίζει και να στάζει αίμα. Ο Πιντσίνι προσπάθησε με το άλλο χέρι ν’ανοίξει το μπαλκόνι αλλά το χερούλι φράκαρε και δεν μπορούσε να πάει πίσω. μπροστά ήταν τα δάχτυλά του και η επιλογή να σπρώξει το πορτάκι λίγο ακόμα ώστε να σπάσουν και να κοπούν και μετά να απελευθερωθεί η πόρτα. Έκλεισε τα μάτια και μέσα στον πανικό του πήρε τη σωστή απόφαση, Έσπρωξε αποφασιστικά την πόρτα προς τα μπρος. Εκείνη την ώρα έκρηξη πόνου σημειώθηκε στα σωθικά του και του αποκάλυψε μια ολόχρυση πύλη. Την Πύλη της χρυσής ευκαιρίας. Έκλεισε τα μάτια απότομα και την έκλεισε. Όταν ο φρικτός πόνος άρχισε να φεύγει, μια φωνή ήρθε και τον ρώτησε ΄΄ποιο είναι το νόημα της ζωής?’’ εκείνος είπε ‘’να μην πονάμε. το βρήκα σωστά?’’. Αμέσως ένιωσε έναν μαύρο με ένα πιστόλι έρχεται κοντά του και του την ανάβει πάνω από τον σβέρκο. τα άχρηστα μυαλά του πετάγονται από το στόμα του και κοσμούν το καπάκι και την λεκάνη της τουαλέτας. Τελικά η ανατίναξη έγινε στην κουζίνα, μιας που από το προηγούμενο βράδυ είχε ξεχάσει να σβήσει τον φούρνο με το υγραέριο, αλλά ο Πιντσίνι κατάφερε να ζήσει. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι στη ζωή υπάρχει κάποιο νόημα. Ο Πιντσίνι πρωταγωνιστεί στο δικό του δράμα της ύπαρξης, όπως οι περισσότεροι που δεν μας νοιάζει η ιστορία του και οι λιγοστοί θεατές που έμειναν, μέχρι να φύγουν κι αυτοί από την αίθουσα. Ένας μπουνταλάς πάντα να πιάνεται σε κάποια φάκα. Ένιωθε ότι έπρεπε να την διαδώσει. Αλλά πρώτα έπρεπε να του ξαναβάλουν τα σπασμένα κόκκαλα στα δάχτυλα. Με δυσκολία πληκτρολογούσε στον υπολογιστή το όνομα κάποιου γειτονικού νοσοκομείου με εξωτερικού ιατρεία. έπρεπε να ντυθεί. να βγεί από το σπίτι, αργά τη νύχτα, να περπατήσει 10 λεπτά στο χιόνι μέχρι να φτάσει στα uban, μετά να κατέβει σε 2 στάσεις, να πάρει ένα λεωφορείο, και τσούπ, σε μισή ώρα να έρθει η σειρά του στην ουρά. Στο νοσοκομείο των ρωτάνε ποια είναι η ασφάλειά του στα Γερμανικά. Δεν καταλαβαίνει. του φέρνουν διερμηνέα στα Αγγλικά. του λέει πως δεν έχει τίποτα. Αργότερα του γράφουν το όνομα και του ετοιμάζουν τον λογαριασμό στο σπίτι που μένει. Τα τρία του δάχτυλα, χειρουργήθηκαν, αποκαταστάθηκαν ράφτηκαν και τοποθετήθηκαν στον νάρθηκα. Την επόμενη μέρα είδαμε στην τάξη να προσπαθεί να γυρίσει τη σελίδα με τους νάρθηκες. Δεν εμφανίστηκε την επόμενη εβδομάδα. ένας άλλος Ιταλός συμμαθητής του είπε στην τάξη ότι γύρισε πίσω στους γονείς του. Τον σπίτωσαν στο σπίτι της γιαγιάς του που μόλις πέθανε, μέχρι να πεθάνει κι αυτός. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μάλλον, όταν σου παρουσιάζεται μια Πύλη της Χρυσής Ευκαιρίας να την ανοίξεις αλλά έχεις και ένα βολικό μέλλον κάπου να σε περιθάλψει και να σε περιμένει,είναι πιο εύκολο να την αγνοήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου