Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

ΌΤΑΝ ΤΟ ΛΑΓΟΥΔΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙ (Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι)

Μια ιστορία θα σας πω,

Για την κουκλίτσα που αγαπώ ,

Μα αυτή δεν μ’ αγαπά,

Και η ζωή μου είναι σκατά…

Τ

ο λαγουδάκι του Πάσχα ,κατασκευάστηκε με ιδιαίτερη φροντίδα και στοργίδα από ένα εργοστάσιο παιχνιδιών ,κάπου στην μακρινή Ταιβάν από τα χέρια ενός γέρου εργάτη-πρώην μικρού παιδιού –εργάτη- νυν αλκοολικού ,που περιστοιχίζονταν από μικρά παιδιά –εργάτες- μελλοντικούς αλκοολικούς ταιβανέζους εργάτες .Το εργοστάσιο αυτό βρισκόταν δίπλα σε ένα εργοστάσιο χαρτιού, και το εργοστάσιο χαρτιού συνόρευε με ένα εργοστάσιο παραγωγής χημικών. Το τελευταίο εκείνη την μέρα ανατινάχτικε. Η φωτιά μεταδόθηκε σύντομα στο εργοστάσιο χαρτιού , το οποίο έγινε παρανάλωμα και η φωτιά έφτασε πολύ γοργά στο εργοστάσιο παιχνιδιών. Από τους λίγους που σώθηκαν εκείνο το πρωί δεν συμπεριλαμβανόταν ο γέρος εργάτης. Το απανθρακωμένο του χέρι είχε πλακωθεί από την τελευταία παρτίδα από τα μεγάλα χνουδωτά κουνελάκια , τα οποία είχαν καεί όλα εκτός από ένα . Με ένα ειρωνικό , βουδιστικό τρυκ, η ψυχή του καμένου εργάτη, και ευτυχώς όχι το μυαλό του, μεταβιβάστηκε στο αφρολέξ που φούσκωνε το εν λόγω παιχνίδι που επέζησε από την καταστροφή , το τελευταίο κουνελάκι του είδους..

Άθικτο όπως ήτανε ,κατέληξε στη γραμμή παραγωγής κάπου στην Ευρώπη. Το λαγουδάκι δεν θυμόταν την προηγούμενη ζωή του και όλα αυτά του φάνταζαν πρωτόγνωρα , μιας που ως άνθρωπος είχε προσπαθήσει ουκ ολίγες φορές να μεταβεί λαθραία σε καράβια να αναζητήσει την τύχη του πέρα από τον ειρηνικό ωκεανό , αλλά συνέχεια τον πιάνανε. Από το χάρτινο κουτί με την διαμπερή ζελατίνα, με τα χάντρινα μάτια του, έβλεπε την ζωή του να μεταφέρεται από κάσα σε κάσα και από χέρια αγνώστων σε άλλα χέρια, μέσα σε φορτηγά όπου στο τέλος κατέληξε στην βιτρίνα ενός καταστήματος ηλίθιων δώρων για ηλίθιους ερωτευμένους χωρίς φαντασία . Εκεί αρκετές φορές απορρίφθηκε σαν δώρο και έμεινε στο ράφι. Μια φορά μπήκε ένας πλούσιος πατέρας, περήφανος για τον μικρό του βλαστάρι που θριάμβευσε στο σχολείο, στο μάθημα της έκθεσης ,με θέμα την ειρήνη. Ήθελε να αγοράσει το λαγουδάκι αλλά τελευταία στιγμή το ξανασκέφτηκε και αποχώρησε από το μαγαζί θεωρώντας καλύτερη ιδέα να του αγοράσει ένα πιστόλι.

Το λαγουδάκι δεν μπορούσε να κινηθεί με τη θέλησή του , έτσι το μόνο πράγμα που του απέμενε ήταν να χαζεύει τους ανθρώπους που ερχόταν στο μαγαζί. Επίσης δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανένα , γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο στην αληθοφάνεια της ιστορίας. Αισθανόταν όμως και παρατηρούσε πολλά. Καταλάβαινε όχι μόνο την ύπαρξή του αλλά και την ύπαρξη πολλών άψυχων παιχνιδιών μέσα στο μαγαζί. Αυτό που δεν συνειδητοποίησε ποτέ ήταν ότι παιχνίδια γίνονταν όλοι αυτοί που είχαν ζήσει μια θλιμμένη και άδικη ζωή. Καθόταν δίπλα σε ένα αρκουδάκι του αγίου Βαλεντίνου που είχε μια μεγάλη χάρτινη καρδιά στον λαιμό του , αλλά ποτέ δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα , γιατί τον θεωρούσε ρηχό, μιας που είχε πάντα αυτό το ψεύτικο χαμόγελο ευτυχίας. Η αλήθεια για το αρκουδάκι, ήταν ότι στο παρελθόν τον αγνοούσαν όλοι, πάντα επέλεγαν κάποιον άλλο αντί για κείνον, ποτέ δεν είχε φίλους και γυναίκα και τελικά αυτοκτόνησε τη μέρα του αγίου Βαλεντίνου .Το λαγουδάκι, ήθελε να μιλήσει τόσο πολύ με τους συναδέλφους του, αλλά δυστυχώς καθόταν καρφωμένος με τους υπόλοιπους τα βράδια και αφουγκράζονταν τη δυστυχία που έκαναν όλοι πως ξεχνούσαν αλλά όλοι, ακόμα και αυτό το ίδιο, αισθανόταν ένα πόνο στο αφρολέξ του λαιμού του που κάθε βράδι του έκαιγε το λαρύγγι.

Εκείνο το απόγευμα , ήταν ένα βαρετό απόγευμα. Από ακόμα μια βαρετή μέρα. Το λαγουδάκι αν είχε αρχίδια, θα τα ‘ξυνε όλη μέρα .Αν είχε και κασμά , θα τα’ ξυνε με κασμά όλη μέρα. Αλλά οι άγονες μέρες του μαγαζιού τελείωσαν. Ήταν ένας τύπος, διστακτικός, με γυαλάκια και σπυράκια , κάπου στα 22 , ψιλοάσχημος , που επιτέλους τον επέλεξε για δώρο. Η χαζή υπάλληλος του μαγαζιού του είπε ότι το λαγουδάκι προορίζονταν για κάποιο δώρο την πασχαλινή περίοδο , αλλά ο νεαρός , αποφασισμένος να κάνει εντύπωση, επέλεξε αυτό αντί για το διπλανό αρκουδάκι με την πετυχημένη πρώην ζωή . το διάλεξε, έλεγε, προκειμένου να κάνει δώρο σε μια κοπέλα-συμφοιτήτριά του που είχε συναντήσει και αυτή δέχτηκε να βγούνε για να της δώσει σημειώσεις. Το τύλιξε και ένα φιογκάκι μπήκε στα μεγάλα του αυτιά. Έπειτα το έβαλε μαζί με ένα μπουκέτο λουλούδια και θα του ερχόταν φτέρνισμα αν είχε πραγματική ρινική κοιλότητα. Το παιδί έφτασε στο ραντεβού του ένα τέταρτο νωρίτερα. Η κοπέλα εμφανίστηκε ένα τέταρτο αργότερα. Μόλις είδε το λαγουδάκι και τα λουλούδια σύντομα κατάλαβε τις προθέσεις του συμφοιτητή της και τις απόψεις του περί ανιδιοτελούς προσφοράς γνώσης. Αρνήθηκε ευγενικά τα δώρα του ερωτευμένου νέου αλλά δέχτηκε με ευχαρίστηση τις σημειώσεις του .Πέρασε μαζί του το βράδι τυπικά, για να του διαβεβαιώσει ότι τον βλέπει σαν φίλο και ότι θα της ξαναδώσει και άλλες σημειώσεις. Όταν τον ξεφορτώθηκε με το καλό , πήγε στον καλό της και γεμάτη αυτοπεποίθηση, του έκανε το καλύτερο στοματικό σεξ της ζωής της . Ο κώλος του λαγού σερνόταν στον υγρό δρόμο καθώς το παιδί τον κρατούσε περίλυπος από τα αυτιά στον γυρισμό. Μόλις έφτασαν σπίτι έφαγε και μια κλωτσιά και εξφενδονίστηκε στον τοίχο του δωματίου του. Μετά ήρθε και ο σκύλος του σπιτιού και άρχισε να τον μυρίζει και να τον περιεργάζεται. Τον δάγκασε την μουσούδα του και άρχισε να τον τρέχει πάνω κάτω. Του έβγαλε τη μύτη. Το αγόρι τον πήρε με μανία από το σκύλο που βρήκε τη χαρά του παιχνιδιού και τον ξαναπέταξε σε μια γωνία. Εκεί βρισκόταν και ένα περιοδικό με έναν όμοιό του στο εξώφυλλο. Αλλά κάτι του έλεγε πως εκείνο το λαγουδάκι περνούσε λίγο καλύτερα από αυτό…

Η μέρα που θα άλλαζε τον ήρωα μας μια και καλή αλλά χωρίς να το ξέρει ακόμα ήρθε. Είχαν περάσει κάτι βδομάδες από τότε που ο λαγός είχε καινούργιο σπίτι και καινούργια οικογένεια αλλά εκείνο το βράδι προστέθηκε και ένα καινούριο μέλος στην οικογένεια. Είχαν έρθει κάποιοι καλοί φίλοι του αφεντικού του στο σπίτι για τα 22α γενέθλιά του. Ένας από αυτούς του έκανε ένα δώρο που όλη η παρέα γέλασε. Το ξετύλιξε και ήταν πλαστικό. Το λαγουδάκι που στεκόταν στη γωνία κοιτούσε με ενδιαφέρον το πλαστικό παιχνίδι να φουσκώνει και να αρχίζει να δημιουργείται σιγά σιγά η μορφή μιας γυναίκας. Ήταν στα αλήθεια πολύ όμορφη. Ήταν ξανθιά, με πράσινα στρογγυλά μάτια. Είχε μια μεγάλη τρύπα στο στόμα της και μια ακόμα μεγαλύτερη σχισμή ανάμεσα στα πόδια. είχε επίσης και ένα ενσωματωμένο ηλεκτρονικό σύστημα που την έκανε να συσπάζεται και να βγάζει αναστεναγμούς. Ήταν αλήθεια ότι άξιζε στο αφεντικό του εκείνη την περίοδο. Το βράδι, μόλις έφυγε όλος ο κόσμος , το αφεντικό αποφάσισε να τη δοκιμάσει. Άρχισε να την φιλάει και μετά την γύρισε μπρούμυτα και την πήρε βίαια . σχεδόν κάθε βράδι , η κουκλίτσα είχε γίνει η παλλακίδα του αφεντικού. Κάθε φορά που τελείωνε τις πολύωρες εργασίες του μπροστά στον υπολογιστή του ,ξέδινε στο φουσκωτό κορμί της. Αυτή δεν μπορούσε να του αντισταθεί ούτε να του απαιτήσει να γίνει λίγο πιο τρυφερός μιας που για αυτόν τον λόγο κατασκευάστηκε. Στην προηγούμενη ζωή της , την έλεγαν Ιωάννη Κλαύδιο ( αγγλιστί : jean Claude) και ήταν ένας σεξιστής επιστήμονας που δημιουργούσε σεξουαλικά εργαλεία και παιχνίδια. Ένα από τα δημιουργήματά του ήταν ο ηλεκτρονικά επαναφορτιζόμενος ( με αλκαλικέρ μπαταρίες ) παλλόμενος κόλπος με την κλειτορίδα που φουσκώνει. Πέθανε άδοξος και άκληρος πάνω στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει την μπαταρία της εφεύρεσής του, με πρίζα. Έτσι, εξασφάλισε μεν την απαιτούμενη ενέργεια στον μετασχηματιστή που έβγαζε γυναικείο ηχητικό οργασμό, αλλά έπειτα από ένα τραγικό λάθος στη σύνδεση , την ώρα της πρώτης δοκιμής τινάχτηκε από εναλλασσόμενο ρεύμα. Ο οργασμός του μηχανήματος ήταν πέραν φαντασίας . της τάξης των 2000 watt. Η εφεύρεσή του αναγνωρίστηκε μετά θάνατον από την παγκόσμια σεξιστική επιστημονική κοινότητα. Οι φεμινίστριες τον καταράστηκαν κάποτε να μπει στη θέση μιας γυναίκας με αέρα αντί για μυαλό στο κεφάλι της , που θα την έβλεπαν όλοι σαν αντικείμενο. Η ευχή τους πραγματοποιήθηκε..

Στην αρχή το λαγουδάκι δεν πολυσυμπαθούσε την πλαστική κούκλα γιατί , το αφεντικό του δεν του έδινε και πολύ σημασία. Μια φορά , μετά από μια συνεύρεση που είχε η κούκλα με το αφεντικό του , τοποθετήθηκε δίπλα στο λαγουδάκι και το λαγουδάκι αηδίασε. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που του ήρθε να θέλει να κάνει μπάνιο σε μια σκάφη με αλκοόλ. Ευχόταν να την πιάσει ο σκύλος με τα κυνόδοντά του και να την ξεσκίσει για να μην ξαναδουλέψει ποτέ. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι η κούκλα τον έβλεπε αφ υψηλού. Η αλήθεια ήταν ότι όντως και η κούκλα δεν τον συμπαθούσε και ήθελε να τον μειώσει με κάθε ευκαιρία. Είχε την ικανότητα όποτε ήθελε να προκαλεί την διάθεσή του αφεντικού της να βρίσκεται μαζί της. Αν δεν ήταν και ο σκύλος να παίζει μαζί με το λαγουδάκι , σίγουρα θα το πετούσε στα σκουπίδια. Η κούκλα γελούσε μαζί του. Και αυτή ένιωθε την αντιπάθεια που εξέπεμπε το λαγουδάκι.

Ήρθε το Πάσχα και το λαγουδάκι γιόρταζε. Το αφεντικό τον πήρε τον έλουσε , τον έραψε και τον τοποθέτησε ανάμεσα στο καλάθι με τα αυγά. Το λαγουδάκι επιτέλους ένιωθε χρήσιμο. Θα μπορούσε να νιώσει και περισσότερο χρήσιμο αν η γιαγιά του αφεντικού του τον άφηνε να βάψει και κανά αυγό αλλά αρκέστηκε να μην κάνει φασαρία μέρες που ήταν . πάλι καλά που δεν ήταν πασχαλιάτικο αρνάκι. Η κούκλα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας δεν χρησιμοποιήθηκε , γιατί το αφεντικό ήταν πιστό στις παραδόσεις και δεν έκανε σεξ – αν θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό που έκανε με την κούκλα του ,μιας που έτσι και αλλιώς δεν το έκανε και όχι για θρησκευτικούς λόγους . Η ψυχολογία του μικρού μας ήρωα ανέβηκε στα ύψη. Αισθανόταν ένας άλλος λαγός. Άρχισε να αγαπάει όλο τον κόσμο. Ακόμα και η κουκλίτσα δεν του φαινόταν και τόσο αντιπαθητική..

Οι μέρες πέρασαν και το αφεντικό δούλευε ατελείωτες ώρες στο σπίτι του προκειμένου να τελειώσει τη σχολή του και να γίνει ένας πετυχημένος κάτι. Η μόνη του παρέα ήταν το σκυλί του , ο λαγός και η φουσκωτή του ερωμένη , που τον τελευταίο καιρό δεν την επισκεπτόταν και πολύ. απλά την βαρέθηκε. Η κούκλα ήταν κάπως δυσαρεστημένη για αυτό και τον τελευταίο καιρό ήθελε να τοποθετείται δίπλα στο λαγουδάκι για να του κάνει παρέα. Δεν είχε και άλλες επιλογές εξάλλου. Το λαγουδάκι άρχισε να αρέσκεται με την παρουσία της κούκλας δίπλα του. Επί μέρες ολόκληρες βρισκόταν πλάι πλάι και ο ένας προσπαθούσε να ακούσει τις σκέψεις του άλλου. Ένα καλοκαιρινό βράδι , το αεράκι φύσηξε και η αέρινη κούκλα έγειρε σιγά σιγά στον ώμο του λαγού. Εκείνη τη στιγμή ο λαγός του φάνηκε να άκουσε την κούκλα να κλαίει. Το καλό μαζί του ήταν ότι μπορούσε να ακούει καθαρά τους άλλους με τα μεγάλα του αυτιά, αλλά το πρόβλημά του ήταν ότι δεν μπορούσε να τους καταλάβει απόλυτα. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να θέλει να βρίσκεται κοντά της όλο και πιο πολύ.. μακάρι να μπορούσε να μιλήσει μαζί της . μακάρι να μπορούσε να απλώσει τα χέρια του και να την αγκαλιάσει. Η τύχη όμως έπαιξε πολύ καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Το αφεντικό πέτυχε στις εξετάσεις του και πετυχημένος νέος πια, αποφάσισε να πάει διακοπές. Όταν συμμάζεψε το δωμάτιό του , τακτοποίησε το λαγουδάκι και την κούκλα στο ντουλάπι του. Πάνω στη βιασύνη του να φύγει, πέταξε βιαστικά τον λαγό στο ντουλάπι και το κεφάλι του προσγειώθηκε ανάμεσα στα πόδια της καλής του. Ήταν το πιο ονειρεμένο τρίμηνο της ζωής του. Το καλοκαίρι ήταν καυτό και το όργιο στη ντουλάπα ακόμη πιο καυτό. Αν οι τοίχοι είχαν αυτιά, θα επέλεγαν να πάρουν μάτι καλύτερα. Η υπερβολική ζέστη έκανε την πλαστική κούκλα αργά αλλά σταθερά να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει, βγάζοντας από τα ηχειάκια στο στόμα της μικρούς αναστεναγμούς . Ο λαγός επί τρεις μήνες καρφωμένος στη σχισμή της έμαθε διεξοδικά αυτά που δεν κατάφερε να μάθει σε 100 ζωές. Και η κουκλίτσα δεν περνούσε άσχημα. Μια φορά πάντως πρέπει να της ήρθε και αληθινός οργασμός. Εντάξει, δεν ήταν και το καλύτερο πράγμα να έχει καμιά ένα μαλάκα ανάμεσα στα πόδια της όλη την ώρα, αλλά έκανε φιλότιμες προσπάθειες. Ένα εργαλείο του σεξ πρέπει να ξεκουράζεται που και που. Αυτό που την συγκίνησε ήταν ότι κανένας άλλος δεν είχε προσπαθήσει να μπει τόσο βαθειά μέσα της… με την καλή έννοια. Το λαγουδάκι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να την καταλάβει αλλά εκείνο που τον ένοιαζε ήταν περισσότερο να την ικανοποιεί ακόμα και αν δεν είχε ξεκάθαρο φύλο ή έστω φύλο.

Οι ευτυχισμένες μέρες του ερωτευμένου λαγού όμως κάπου εκεί άρχισαν να τελειώνουν. Το αφεντικό γύρισε επιτέλους σπίτι. Το γαύγισμα του σκύλου ακούστηκε από τις σκάλες. Αλλά δεν ήταν μόνο οι 2 τους. Το αφεντικό βρήκε επιτέλους γκόμενα. Την κοπέλα που τους προηγούμενους μήνες της έδωσε την καρδιά του αλλά την πολύ επόμενη μέρα ,αυτή του πήρε τις σημειώσεις. Είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο πετυχημένος τελειόφοιτος ήταν και είχε αρχίσει να τον καλοβλέπει εδώ και κάτι μήνες. Ο πρώην της ήταν ένας χαζοροκάς χωρίς μέλλον και αποφάσισε να τον σουτάρει γιατί βαρέθηκε να τον ακούει να μιλάει για την επανάσταση και τις « αυτό δεν είναι ροκ , φίλε» ατάκες του. Άσε που δεν την ικανοποιούσε και σεξουαλικά πια . Ήταν που το βιολογικό της ρολόι άλλαξε γνώμη για τα κριτήρια επιλογής του κατάλληλου αρσενικού, και από ένα ρεμπεσκέ χωρίς ενδιαφέρον πίσω, πήγε κατά έναν σοβαρό με μέλλον χωρίς ενδιαφέρον μπροστά. Η αλήθεια ήταν ότι ο ρεμπεσκές είχε βρει καλύτερη και ομορφότερη, μια 18χρονη μοντέλα, που οι γνωστοί την αποκαλούσαν «η Τσέχα», γιατί ο σωματότυπός της και το τέλειο πρόσωπό της, περισσότερο σε τσέχα άρμοζε και όχι σε βαλκάνια μελαχρινή χαμηλοκώλα. Η τσέχα του έκανε στο κρεβάτι πράγματα που δεν τον έκανε η άλλη πριν τα χαλάσει με την άλλη . Κατά τύχη βρέθηκε η κοπέλα η κερατωμένη, στο ίδιο νησί με το αφεντικό , και κατά μαθηματική ακρίβεια βρέθηκαν στο κρεβάτι. Και την έφερε σπίτι του. Για να μην δώσει κακή εντύπωση στην κοπέλα, δεν ήθελε να ανοίξει το ντουλάπι για να μην φανεί η κούκλα που τόσο καιρό εκπαιδεύονταν και προπονούνταν πάνω της αν και είχε γίνει ένας αξιοπρεπής εραστής για να πούμε και του στραβού το δίκιο . το λαγουδάκι φοβόταν ότι οι ώρες που θα του απέμεναν στον μικρό του παράδεισο θα τελείωναν σύντομα. Το κοπρόσκυλο, που είχε πάρει μυρωδιά τι έπαιζε μες στην ντουλάπα άρχισε να γαυγίζει. Του έλειπε βλέπετε και ο μικρός του φίλος που είχε καιρό να τον πιάσει από τα αυτιά και να τον κάνει κοκαλάκι. Το αφεντικό πήγε να τον διώξει , μα αυτό σηκωμένο στα δυο του πόδια κατάφερε να σπρώξει την πόρτα της ντουλάπας που βρισκόταν σε μια ευαίσθητη ισορροπία και να ανοίξει το ντουλάπι. από το ντουλάπι έπεσε πρώτα ο λαγός που αν είχε φωνή θα φώναζε «όχι ρε πούστη μου»

, μα τον πρόλαβε να το πει το αφεντικό του πρώτα. Η κοπέλα αρχικά δεν πρόλαβε να δει την κούκλα και μόλις είδε το λαγουδάκι πεσμένο είπε « αχ τι γλυκό..» το παιδί άδραξε την ευκαιρία και κλείνοντας το ντουλάπι με ένα εκπληκτικό σάλτο ,της το πρόσφερε για δώρο.

Το λαγουδάκι κατέληξε προς μεγάλη του απογοήτευση στο σπίτι της χαζής. Με το που το έφερε σπίτι του κρέμασε και ένα πανάκριβο περιδέραιο στο λαιμό του. Ήταν ένα σπίτι πολυτελές και πλούσιο. Το σπίτι ήταν γεμάτο κούκλες και κουκλάκια , λάφυρο μάλλον από προηγούμενους γκόμενους. Υπήρχε και ένας παλιός και τώρα, καινούργιος ξανά γείτονας. Ήταν το αρκουδάκι του Αγίου Βαλεντίνου που πάντα αντιπαθούσε. Της το είχε κάνει δώρο ο χαζοροκάς στην τελευταία τους επέτειο . Και έτσι το λαγουδάκι μπήκε στο ράφι με τον παλιό του γνώριμο. Όλη την ώρα σκεφτόταν εκείνη. Την αγκαλιά της , τα ζεστά της μπούτια που επί 3 μήνες είχαν βρει τον ξενιστή τους, τις προσπάθειες να επικοινωνήσουν, να παρακάμψουν την πραγματικότητα και να στήσουν το δικό τους mapped show. Εκεί γύρω βρισκόταν και κάτι ξενέρωτες μπάρμπι που δεν τον έκαναν καμιά εντύπωση. Οι επιφανειακά όμορφες και ψηλομύτες μπάρμπι έλεγαν από μέσα τους ποιος ήταν αυτός ο βλάχος που τους κουβαλήθηκε και όλο το σπίτι βρωμάει τυρόγαλο.

Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν γρήγορα και το λαγουδάκι βάλθηκε να αποκτήσει τηλεπαθητικές ικανότητες. Κάθε μέρα προσπαθούσε να ξεφύγει από το ηλίθιο σώμα του. Και κάθε μέρα αποτύχαινε. Ζούσε μόνο για την μέρα που θα την ξανάβλεπε. Η σκέψη της στη φυλακή στην οποία βρέθηκε , τον έκανε να αντέχει. Τα βράδια ονειρεύονταν απίστευτα περιπετειώδη σενάρια με περιπέτεια, όπου αυτός ήταν ο ήρωας και ο κόσμος θα έφτανε στο τέλος του μιας που όλα τα άψυχα αντικείμενα θα έβγαζαν χέρια και πόδια και επαναστατούσαν για να σωθούν από τους κακούς σατράπες ανθρώπους. Αυτός, ο αρχηγός της επανάστασης, θα γινόταν το πιο γρήγορο λαγουδάκι του κόσμου και σε μια αναμέτρηση με τους προδότες, τα λαγουδάκια της Duracell θα τους έδινε να φαν τον καπνό του και θα έβγαζε τις μπαταρίες από τον κώλο τους . Έπειτα με ένα απίστευτο σάλτο θα προσγειωνόταν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και με ένα σχοινί στην αγκαλιά της καλής του. Θα έσωζε την παιχνιδοκοινότητα από την καταπίεση των ανθρώπων. Όλα τα παιχνίδια θα τον αποθέωναν και καβάλα πάνω στον σκύλο αυτός και η καλή του θα έφευγαν πλούσιοι και δοξασμένοι σε εξωτικά νησιά. Έπειτα θα γνώριζε τον πατέρα της , την μάνα της , τις θείες της και θα γινόταν σώγαμπρος. Θα του έκανε η γυναίκα του τα παιδιά του ( η διασταύρωση πάντως θα έβγαζε κάτι πολύ ενδιαφέρον σίγουρα) και τα Σάββατα θα τα έβγαζαν ευτυχισμένοι βόλτα στα καροτσάκια . τις Κυριακές θα έψηνε σουβλάκια με τον πεθερό του , και θα συζητούσε για την πολιτική κατάσταση που περιήλθε ο τόπος ή για τον ΠΑΟΚ το λιγότερο. Μετά θα βόλευε την αδερφή της στο δημόσιο με τις γνωριμίες που είχε και θα προσπαθούσε να χτίσει το αυθαίρετο ξενοδοχείο δίπλα στην παραλία. Όταν θα μεγάλωναν θα παίζανε μπίνγκο με οικογενειακούς φίλους . . μα αυτά δυστυχώς συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια με πραγματική λογοτεχνική αξία..

Με αυτό τον τρόπο πέρασε 1 χρόνο , περιστοιχιζόμενο από πολλά παιχνίδια και μακριά από την αγάπη του. Θα είχε τρελαθεί αν δεν είχε να θέλει να ζει μόνο για αυτήν. Πολλές φορές πέρασε και το αφεντικό του από το σπίτι, αλλά δεν του έλειπε ιδιαίτερα. Κάθε φορά που τον έπιανε ευχόταν να τον γυρίσει πίσω μα κάθε φορά τον ακουμπούσε ξανά πίσω. Και ήρθαν τα Χριστούγεννα . Η κοπέλα με τους γονείς της πήγαν στο χωριό τους , η υπηρέτρια πήρε άδεια και γύρισε στη χώρα της, τη Σρι Λάνκα , να περάσει ήσυχα τα Χριστούγεννα του 2004 μαζί με την 15αμελή οικογένειά της , στο σπιτάκι τους που βρισκόταν στην παραλία δίπλα στο κύμα. Το κουνελάκι την παραμονή της πρωτοχρονιάς έκανε μια ευχή. Εκείνη την ώρα ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του διπλανού του , του αρκούδου. Μια εκτυφλωτική λάμψη έλουσε το δωμάτιο. Η νεράιδα με την γενειάδα , η πρώτη ξαδέλφη του μπατζανάκη του πνεύματος των Χριστουγέννων, που έχει υπηρεσία τις παραμονές της πρωτοχρονιάς με ένα ραβδάκι που στη βάση του είχε ένα αστέρι, εμφανίστηκε. Το λαγουδάκι χάρηκε. «εδώ, εδώ» είπε από μέσα του. Η νεράιδα πλησίασε και τον προσπέρασε. Χτύπησε με το ραβδάκι της τον αρκούδο, τον γέμισε χρυσόσκονη και του είπε « αυτό για σένα , μικρό μου αγγελάκι, γατί ήσουν καλό παιδάκι όλη την χρονιά, αλλά πρόσεχε! μέχρι να πάει το ρολόι στις 12, μετά δεν θα έχεις άλλο» και έπειτα εξαφανίστηκε…

Και ξαφνικά ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος, από το διπλανό παράθυρο μπήκαν κάτι κλέφτες . Το αστυνομικό ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 έλεγε πως ήταν Αλβανοί εγκληματίες – βιαστές- ανθρωπόμορφα τέρατα- λαθρομετανάστες, οπότε γιατί να μην τους πιστέψουμε . Οι κλέφτες άρχισαν να παίρνουν ότι είχε αξία , γέμισαν δυο τσουβάλια κλοπιμαία, 5 τάπερ φαγητά και μετά μπήκαν στο δωμάτιο της κοπέλας. Παρατήρησαν να δουν αν έχει τίποτα να πάρουνε και λίγο πριν φύγουνε , ο ένας παρατήρησε ότι οι κούκλες είχαν χρυσαφικά πάνω τους. Άρπαξαν όσες περισσότερες μπορούσαν , τις εξής 2. το λαγουδάκι και το αρκουδάκι.

Μέσα στο φορτηγό, στο πίσω μέρος , κάπου μακριά στο δρόμο, τα δυο παιχνίδια αρχίζουν και αισθάνονται άβολα και κρυώνουν. Επίσης υπάρχει και ένα πιστόλι εκεί κοντά.

- η ευχή μου πραγματοποιήθηκε, είπε το αρκουδάκι

- τι? Να μας πάρουν Αλβανοί ? σχολίασε πικρόχολα ο λαγός.. αχ.. μιλάω ..αχ αχ.. μπορώ να κινηθώ … κοίτα κουνώ τα χέρια μου, το στόμα μου, ακούγομαι..

- το ξέρω.. αυτό ευχήθηκα στην καλή μου νεράιδα. Και εγώ μπορώ να κινηθώ και να μιλήσω. Η χρυσόσκονη που έχω πάνω μου βοηθά και τους διπλανούς μου να μιλάνε και να κινούνται..

- δηλαδή, εξαιτίας σου..

- ναι.

- μα εγώ έκανα ευχή.

- και εγώ έκανα ευχή αλλά η νεράιδα , για πρώτη φορά στη ζωή μου, εμένα επέλεξε. Και έβαλα τα κλάματα για αυτό.

- Έχω τεράστια ανάγκη να πάω στο σπίτι του παλιού μου αφεντικού. Αγαπάω μια κοπέλα. Συνέχεια αυτή σκέφτομαι και για αυτή ζω . Μπορείς να με βοηθήσεις?

- Ναι , αν μου κάνεις μια χάρη

- Ότι θες

- Το κατάλαβα ότι δεν ήθελες να είσαι δίπλα μου, στην αρχή επειδή με αντιπαθούσες , μετά γιατί ήθελες να είσαι δίπλα σε αυτή την κοπέλα , δεν σε παρεξηγώ..

- Μα πως τα ξέρεις όλα αυτά?

- Μπορείς να καταλαβαίνεις κάποια πράγματα αν το θες . δεν φτάνει μόνο να ακούς όπως εσύ. Εσύ άκουγες αλλά δεν καταλάβαινες ποτέ σου, όλα είχαν να κάνουν με εσένα. Εγώ μια ζωή , 2 ζωές, πολλές ζωές προσπαθώ να καταλάβω τους άλλους και ποτέ μου , μέχρι που έγινα αρκούδα , δεν τα κατάφερα. Και τώρα που μπορώ , δεν μου μιλάει κανείς. Ξέρεις, έχω την κατάρα να θυμάμαι τι ήμουν και με βασανίζει πολύ αυτό. Πάντα προσπαθούσα να ξεχωρίσω και ποτέ κανείς δεν με πήρε στα σοβαρά. Εδώ και αιώνες ζω ένα μαρτύριο. Θέλω να τερματίσω αυτό το μαρτύριο.

- Και εγώ τι μπορώ να κάνω για αυτό?

- Να με βοηθήσεις να μην ξαναυπάρξω πια. Η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα , η ζωή είναι σκατά αν δεν έχεις κάποιον δίπλα σου. Τα χέρια μου είναι πολύ μικρά να πιάσουν αυτό το πιστόλι που είναι πίσω σου, το άφησαν οι ληστές. Θέλω να πατήσεις εσύ τη σκανδάλη για μένα.

- Κι αν δεν το κάνω?

- Η πραγματική ευχή που έκανα στη νεράιδα δεν ήταν να μπορώ να περπατάω και να μιλάω, αλλά να σταματήσω να υπάρχω. Την ευχή για την κίνηση, την έκανα για σένα. Τη χρυσόσκονη που έχω πάνω μου , μπορείς να την πάρεις αν θες , αφού με σκοτώσεις πρώτα.

Το λαγουδάκι γύρισε την πλάτη του από την άλλη σκεφτικό.

Ο αρκούδος συνέχισε.

-η χρυσόσκονη θα σε βοηθήσει να μιλάς και με αυτούς που θέλεις, πρόσεχε όμως , θα διαρκέσει μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα, την αλλαγή του χρόνου. Ξέρεις σε συμπαθούσα όλο αυτό τον καιρό. Θα πρέπει να ήσουν καλός άνθρωπος. Με συγκινεί αυτό που κάνεις. Ποτέ δεν έχει κάνει κάτι άλλος για μένα. Ξες, το ξανασκέφτηκα, μπορείς αν θες να μην με σκοτώσεις και να μείνουμε για πάντα φί..

ΜΠΑΜΜ !!!!!!!!!

Το κεφάλι του αρκούδου το διαπέρασαν 8 σφαίρες μεγάλου διαμετρήματος και το χνουδωτό ύφασμά του διασκορπίστηκε προς όλες τις κατευθύνσεις. Το αρκουδάκι σταμάτησε να υπάρχει πια. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Μια σφαίρα τραυμάτισε θανάσιμα και τα μυαλά του κλέφτη που οδηγούσε και το φορτηγάκι έπεσε σε ένα δέντρο. Ο κλέφτης έγινε στην επόμενή του ζωή πρόεδρος κόμματος- θρησκευτικός ηγέτης. Ο συνεργός του έντρομος , πήρε τα τάπερ και εξαφανίστηκε. Ο λαγός τελικά μάζεψε το όπλο και πήρε την απόφαση να ρίξει. Αμέσως μετά ,ανάμεσα στα συντρίμμια η χρυσόσκονη έκατσε όλη πάνω του. Το όπλο μίλησε.

- you emptied the fuckin bullet right to the motherfucka’s head , mother fucka, bitsing , work ,at fuckin last man.

- Den katalabainei ti les file. Pao sto timoni

- Τιμόνι είσαι καλά?

- Εγώ καλά είμαι , όσο καλά μπορεί να είναι κάποιος με χυμένα μυαλά πάνω του.

- Μπορείς να οδηγήσεις?

- Δύσκολα , κάτσε να ρωτήσω τη μηχανή

Η μηχανή είπε κάτι στα γιαπωνέζικα που δεν μπορώ να μεταφράσω.

-μπορούμε να φύγουμε? Είπε ο λαγός , 10 πήγε η ώρα. Μετά θα χαθώ αν δεν βιαστούμε

-καλά ξεκινάω.

Το φορτηγάκι ξεκίνησε μόνο του και άρχισε να τρέχει.

-ΠΟΥ ΠΑΜΕ?

-αυτό είναι μια καλή ερώτηση.

Το αμάξι δέχτηκε σήμα να σταματήσει από τους μπάτσους. Η περιοχή είχε γεμίσει από αυτούς και δεκάδες δημοσιογράφους που το περικύκλωσαν αμέσως μετά τον πυροβολισμό.

Οι αστυνόμοι έκπληκτοι είδαν ένα πτώμα που οδηγούσε ακόμα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έγινε. Το λαγουδάκι πήγε, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι να ξεφύγει, αλλά το πήραν χαμπάρι και το πιάσαν. Μετά έκατσε ακίνητο και έκανε τον Κινέζο.

Μια ώρα αργότερα ειδοποιήθηκε η οικογένεια της κοπέλας τι έγινε. Η κοπέλα έστειλε το αγόρι της να πάει στη σκηνή του ατυχήματος. Το αγόρι έφτασε στις 11:30, τον εξήγησαν τι έγινε και είδε τον παλιό του φίλο. Τον πήρε και τον έβαλε στο αμάξι του.

-χει, αμάξι, ξέρεις πως πάμε για το σπίτι

-ναι .

-ξεκίνα μην σου ρίξω με το όπλο μου στο ρεζερβουάρ , έχω ξεκάνει κόσμο εγώ…

-καλά ντε, μην βαράς,

-γκάζωσε το , μην σταματάς πουθενά.

Ο νεαρός είδε το αμάξι του να φεύγει μόνο του.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής περισσότερη αγωνία είχε το λαγουδάκι που θα την ξαναέβλεπε, παρά προηγουμένως με τους σκοτωμούς και τα πιστολίδια. Θα προλάβαινε, αυτή θα τον θυμόταν , θα της έλειπε, οι ερωτήσεις ήταν πολλές που δεν μπορούσε να τις σκεφτεί όλες μαζί.

Έξω από το σπίτι του αφεντικού υπήρχαν φώτα. Το παιδί είχε κάνει πάρτυ για την αλλαγή του χρόνου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο κόσμος δεν τον πήρε χαμπάρι να μπαίνει. Η ώρα ήταν 11:58

Τα τρεμάμενα πόδια του λαγού πήγαν να τον παραλύσουν. Το δωμάτιο είχε αλλάξει. Το γαύγισμα του σκύλου από την άλλη όχι. Το σκυλί τον είδε, τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια. Η διακόσμιση ήταν πολύ διαφορετική. Σε ένα κάθισμα καθόταν η κούκλα με ένα φωτιστικό κόκκινο σωλήνα. Είχε γίνει ντεκόρ. Πρόοδος για την καριέρα της. Τώρα όλοι την πρόσεχαν και κανείς δεν την έβαζε χέρι. . Μόλις την είδε του κόπηκαν τα πόδια. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μέσα από το αφρολέξ. Πήγε προς το μέρος της , αλλά εκεί υπήρχε και ένας άλλος κοντά της. Ήταν ένας φουσκωτός Αι Βασίλης. Φιλιόταν και αντάλλαζαν τον αέρα τους. Ήταν το καινούριο της ταίρι εδώ και ένα χρόνο. Ταίριαζαν πολύ . Ήταν φτιαγμένοι από τι ίδιο υλικό. Μαζί του πάντα θα είχε δώρα και δεν θα ήταν ποτέ δυστυχισμένη. Το σύμπαν του κατέρρευσε μόλις τον είδε να την φιλάει. Η κουκλίτσα τον είδε και σάστισε για λίγο.

10…..9…..8….7…..6…

Το λαγουδάκι είχε μείνει στήλη άλατος. Μπορούσε να κινηθεί για τα επόμενα 5 δευτερόλεπτα αλλά δεν το θέλησε για πρώτη φορά, καθώς η χρυσόσκονη άρχισε να εξαφανίζεται. . « δεν την κατάλαβα ποτέ, όλα ήταν στο μυαλό μου» είπε από μέσα του. Η κουκλίτσα του χαμογέλασε συγκαταβατικά . Δεν κατάλαβε ποτέ τι ένιωθε αυτός για εκείνη. Ένα πραγματικό δάκρυ κύλησε και κοκάλωσε στα χάντρινά του μάτια…

5…4….3….2….1..

Ο κόσμος τραγουδούσε.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛ-ΛΑ … ΚΑΛΗ ΧΡΟ-ΝΙΑΑΑ…. ΧΑ-ΡΟΥΜΕ-ΝΗ ΧΡΥ-ΣΗ… ΠΡΩ-ΤΟ-ΧΡΟ-ΝΙΑ…. ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ..

Στα παιχνίδια της Σρι Λάνκα

ΤΕΛΟΣ

Ευχαριστώ τον Αλέξανδρο που μου «δάνεισε» την φουσκωτή του κούκλα και τον φουσκωτό του Αι Βασίλη.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΡΙΖΗΣ

© copyright 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου