Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Εξπεκτέισονς #2



Όσο εμείς οι κανονικοί άντρες σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς ζούμε, ψάχνουμε για όμορφες γκόμενες και όταν αποτυχαίνουμε λέμε «δεν πειράζει, υπάρχει καιρός», άλλο τόσο πιάνει κρύος ιδρώτας τις όχι και τόσο όμορφες γυναίκες που δεν έχουν βρει ακόμα κάποιον για να τον τυλίξουν. Βλέπω τις στερημένες κολλητές της μάνας μου, που έχουν μείνει στο ράφι, αιώνιες γκρούπις του Νταλάρα, να συζητούν για τις δραματικές σειρές του Μέγκα και για τις παραστάσεις του Τσιβιλίκα και πραγματικά πιστεύω οτι αυτό δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο.
Η Μ. είναι 35 χρονών και άσχημη. Πολύ άσχημη. Τόσο άσχημη που την γαυγίζουν τα σκυλιά στο πέρασμά της. Το 95% των ωραίων ανδρών χάθηκε για εκείνη. Έτσι απλά. 2ον άρα δηλαδή, αυτοί που περισσεύουν είναι χαμηλόβαθμοι, ασχημομούρηδες, αγράμματοι, αργόστροφοι, αποτυχημένοι και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αλκοόλες που έχουν καιρό να γαμήσουν, οι οποίοι πίνουν επειδή ανήκουν σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες και δεν τους πηδάει καμία σοβαρή εξ αρχής. Όλους αυτούς, τους έχανε επειδή ήθελε να τους το παίζει έξυπνη, ακριβώς επειδή δεν ήταν ωραία γκόμενα, ενώ έβλεπε τα άλλα τα μπάζα να τυλίγουν καναν μαλάκα και να τον μοστράρουν στις φωτογραφίες του γάμου τους σαν το κύπελλο του champions league στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, με τις χοντροκόλες θείτσες να φοράνε τα κιτς επίσημα και να βαράνε παλαμάκια στο μεγαλύτερο γλέντι χαράς που έχει στηθεί από καταβολής κιτσαρέλα πάρτυς.
Όλο έλεγε στους καφέδες με τις φίλες της ιστορίες και προσωπικές αναμνήσεις από το ιστορικό πεντάμηνο που είχε περάσει προ πενταετίας με τον τελευταίο άνδρα, έναν καραφλό κοιλαρά που είχε τελειώσει το γυμνάσιο σε 13 χρόνια και οι φίλες της ήταν αρκετά ευγενικές για να της πούνε οτι «μας την ξανάπες αυτήν την ιστορία». Ευτυχώς όμως για να μην αυτοκτονήσουν από τη βαρεμάρα οι κολλητές της, η Μ βρήκε καινούργιο νέο για να κλαίγεται, την απέλυσαν. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης, υπάλληλοι απολύονται και η ιεραρχία που πάει η απόλυση είναι η εξής: πρώτα φεύγουν αυτοί με το πιο αδύναμο βύσμα μετά οι χοντρές και οι άσχημες δηλαδή τα μπάζα, και στο τέλος αν υπάρξει και άλλο πρόβλημα μετά φεύγουν οι ανεπρόκοποι. Αυτή έφυγε από τις πρώτες. Οι ωραίες την γλίτωναν με καναν πεοθυλασμό στον ανώτερο και συνέχιζαν να βυζαίνουν τα μωρά των αντρών τους.
Και έτσι της ήρθε μια μέρα η ιδέα να πάει να ζήσει από την πρωτεύουσα στην επαρχία. Βασικά, ήταν η μοναδική καλή ιδέα που είχε στη ζωή της. Θα έπρεπε να απαρνηθεί το πρωτευουσιάνικο λάιφ στάιλ της βέβαια, αλλά θα είχε σε ανταπόδωση μικρότερο ανταγωνισμό, τόσο στη δουλειά της, όσο και στους γκόμενους. Όπερ και εγένετο. Και πήρε τα βουνά και εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό εκεί κοντά στα Γιάννενα, στο σύνορο με την Αλβανία.
Εκεί η τύχη της έδειχνε να αλλάζει. Με το καλως όρισμα, μια μέρα σκάει ένας μεθύστακας από την διπλανή πόλη, πιάνουν κουβέντα, στο 1’35’’ συζήτησης γνωριμίας, αυτός της πιάνει τον κόλο. Μετά την φιλάει. Της λέει «πάμε σπίτι σου να πηδηχτούμε και μετά να φύγώ?» ενώ έχει τα δάκτυλά του μέσα στην κυλότα της, Του λέει «πάμε». «μισό λεπτό, πάω στο περίπτερο να πάρω τρεις διπλές άμστελ». Πάνε στο σπίτι της. Τελειώνουν. Με το που πάει το πρωί να τον ρωτήσει αν θα ξανάρθει τον βλέπει να βγαίνει απο το σπίτι της, κύριος και να ξαναεμφανίζεται. Η Μ. Πέρασε ένα ωραίο βράδυ. Το επόμενο πρωί το μσν της με τις αθηναίες κολλητές της πήρε φωτιά.
Μερικούς μήνες αργότερα, έρχεται το Albano να της τσαπίσει τον κήπο. Το Albano, 32 χρονών no future. Αλλά baby face και απ την πολύ την τσάπα, νταβραντισμένο. Του φτιάχνει φαί τη πρώτη μέρα. Τον προσέχει τη δεύτερη. Μαλώνουν την Τρίτη. Τον εκνευρίζει την τέταρτη. Περνάει μια βδομάδα. Του ξαναφτιάχνει φαί. Αυτός της χαμογελάει. Περνάει και άλλη βδομάδα. «βρε λες?» σκέφτεται από μέσα της. Περνάνε οι μέρες. Κάνουν παρέα. Ανταλλάζονται αγγίγματα. Αυτός φεύγει την τελευταία στιγμή. Αυτή αρχίζει και τον ερωτεύεται. Βρίσκει συνέχεια δουλειές για να τον φωνάζει. Του δίνει το διπλό μεροκάματο. Μαγειρεύει από τα ξημερώματα. Πηγαίνει στην πόλη να αγοράσει μπαχάρια και σάλτσες για να του κάνει εντύπωση. Ντύνεται πια το μεσημέρι με νυχτερινή επίσημη τουαλέτα. Και το Albano το σκέφτεται. Μάλιστα, έχει περάσει από το νου του να της πιάσει κουβέντα, στο 1’35’’ της συζήτησης να της πιάσει τον κόλο και να της πει «θες μόνο να πηδηχτούμε και μετά να φύγω?» , ενώ έχει τα δάκτυλά του μέσα στην κυλότα της. Δηλαδή να είναι τόσο ειλικρινής όσο ο μεθύστακας. Ποιά είναι η διαφορα?
Τα expectations. Στην μεν πρώτη περίπτωση , ο μεθύστακας είναι Ο μεθύστακας. Δεν τον φαντάστηκε ποτέ η Μ. Να του μαγειρεύει το φαί την επομενη μέρα. Και εκεί ένα απόγευμα που δεν έκανε τίποτα «ωωωωπ μόλις το χω κάνει με έναν άντρα», δηλαδή το ταμείο στο μυαλό της είναι «σύν». Στην περίπτωση του Albano, έχει μεσολαβήσει η φαντασία της. Τον έχει ανάγει στον απόλυτο γκόμενο που θα του ταϊζει τσαμπιά σταφύλι στο στόμα, θα αλέθει το ψωμί και θα του σιδερώνει το παντελόνι. Αμα την πηδήξει και φύγει, το ταμείο, για την ίδια πράξη, για την ίδια κατάσταση, στο μυαλό της είναι «μείον». Οπότε, το Albano, θα είναι πολύ σκληρόκαρδο άμα την κανονήσει και μετά πάει στα κρυφά φορέσει τα ρούχα του όσο αυτή θα κοιμάται και θα πηδήξει από το παράθυρο. Και έτσι αποφασίζει να κάτσει.
Οι άσχημες γυναίκες είναι στην τελική όπως και τα φτηνά κρασιά. Πίνεις πίνεις ξύδι, αναγουλιάζεις, ξεροκαταπίνεις, ψιλοσυνηθίζεις και στο τέλος όλα «ΑΜΣΤΕΛ» είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου