Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ένα μικρό ακυβέρνητο καράβι

Είχαν περάσει 2 μήνες που το 'Sea Monster' ήταν ακυβέρνητο. Το πλήρωμα είχε εγκαταλείψει το πλοίο και ο κυβερνήτης βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, χωρίς να τον νοιάζει τίποτα. Είχε χάσει την πυξίδα του, είχε χαλάσει το πηδάλιο, αλλά ήταν ο καιρός καλός και είχε ρίξει την άγκυρα στο μεσοπέλαγος. Τα τρόφιμα επαρκούσαν για καναδυό μήνες ακόμα.

Ο καπετάνιος ζούσε παρέα με ένα φάντασμα. Το ίδιο φάντασμα του έκανε παρέα και πριν γνωριστεί με την αληθινή, απλά τύγχανε να έχει τη μορφή της. Έπλαθαν μαζί ιστοριούλες ότι θα είναι οι 2 τους, αυτός και η αληθινή, κάπου μαζί αγκαλιά και θα κοιτιούνται. Εκείνη θα είχε λίγο κλειστά τα ματάκια της, κάνοντας πως κοιμάται, αλλά θα τον κρυφοκοιτάζει καθώς θα του δίνει αυτό που ο κόσμος λέει αγάπη λέγοντας του με το χαμόγελό της 'είμαι δικιά σου, μην ανησυχείς για μένα και τις μαλακίες που σου κάνω, είμαι δικιά σου'. Και τότε, θα έβγαζε ένα ηλίθιο χαχανητό ευτυχίας πριν λιποθυμήσει από την κούραση, λίγο πριν εκείνη χανόταν για πάντα, παίρνοντας στις βαλίτσες της και την καρδιά του.Και είχε ανοιχτό το CB και μιλούσε στο φάντασμα μα δεν τον άκουγε κανένας. Μιλούσε με τον εαυτό του και το γνώριζε.

Ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα. Τα κύματα φούσκωσαν, το καράβι άρχισε να πάλλεται και να πηγαίνει δεξιά αριστερά. Ο καπετάνιος δεν το πήρε χαμπάρι μέχρι που άρχισε να ανακατεύεται και πήγε στην τουαλέτα. Κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέφτη. Ήταν ένα κουρέλι, διαλυμένο, άσχημο. Αντικατόπτριζε όλη την ασχήμια της γης. Σχεδόν δεν τον ένοιαζε να πεθάνει να την πάρει μαζί του. Εκεί κατάλαβε ότι το πρόσωπο του δεν είναι μόνο δημιούργημά του αλλά και δημιούργημα των ανθρώπων που μπήκαν ή βγήκαν ή δεν υπήρξαν ποτέ. Όλων αυτών που ένιωσε. Ήταν κενό, απροσδιόριστο. Δεν είχε υπόσταση. Βάρος. Βάθος. Ψόφιο. Ένα μπαλάκι του τένις που χτυπιόταν από φάντασμα σε φάντασμα.

 Μια φωνή, μια καινούργια φωνή που δεν είχε ξανακούσει από το σιμπι, από το πουθενά, από το γοητευτικό άγνωστο αρχίζει και του φωνάζει
- Ξύπνα ρε μαλάκα γαμώ την αρρώστια σου, άνοιξε τα μάτια σου!
- Έχεις ωραία φωνή
- σε ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ όμορφο αυτό που λες. 
- Ποια είσαι?
- Είμαι το κήρυγμα της αγάπης. Είμαι η ψυχή. Είμαι φωτιά που θα σε κάψω. Οι λέξεις μου είναι  γροθιές του Ροκυ Μπαλμπόα που σκάνε με φόρα στο στομάχι σου και ξερνάς ότι σου χει απομείνει. Η χροιά της φωνής μου είναι μια ψωλή που σου βιάζει το μυαλό. Είμαι ένας ταλιμπαν ζωσμένη με εκρηκτικά που θα σου ανατινάξει την καρδιά. Είμαι όλα όσα θα νιώσεις πραγματικά.
- Ωραία τα λόγια σου αλλά δε μου λένε κάτι ακόμα. Τι θες από μένα όμως?
- Να παίξουμε μποξ, και άμα βγεις ζωντανός θα σου αξίζει η ζωή διότι ακόμα είσαι νεκρός. Θα φας το ξύλο της ζωής σου.
- Και από που με βρήκες?
- Σε άκουγα τόσο καιρό να μιλάς στο CB ρε μαλάκα, σε ένα φάντασμα και ερωτεύτηκα τη φωνή σου ηλίθιε. Και είδα κάτι αληθινό σε σένα. 
- Είμαι μόνο αλήθεια. Πως σε λένε?
- Δεν έχει σημασία, μπορεί να μαι ένας ανώμαλος πενηντάρης τραβεστί, μπορεί να είμαι η Κέιτ Μος, μπορεί απλά να είμαι ένα 20χρονο μωρό με ωραία μάτια, καθαρό πρόσωπο, στητά βυζιά, μακρυές ποδάρες, κωλάρα, με δέρμα που λάμπει. Ζω και είμαι εδώ, υπάρχω. Εσύ δε ζεις, είσαι μόνος σου, κλεισμένος στο κουτί σου, στα σκατά σου, σε ένα σαπιοκάραβο που θα το παρασύρει η καταιγίδα και θα πέσει στα βράχια. Ακούω μια όμορφη φωνή να μου μιλάει τα βράδια και την θέλω, λιώνω.
- Άσε με εμένα, περνάω καλά με τον εαυτό μου και θα επιβιώσω όπως το έκανα πάντα.
- Δε θα επιβιώσεις, δε θα επιβιώσεις, θα πεθάνεις μαλάκα, αλλά δεν κάνεις τίποτα. όλη τη μέρα μιλάς σε ένα φάντασμα που σε άφησε. Και ο χρόνος περνάει.
-Έχω όλο το χρόνο δικό μου, μην ανησυχείς μωρό. Έχω άπειρο χρόνο. Ζω μια αιωνιότητα χωρίς να κάνω και πολλά σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Αλλά είναι δικό μου και πάω όπου γουστάρω με αυτό. Το έφτιαξα με ειλικρίνια και πολύ κόπο. Απλά τώρα όμως θέλω να αράξω.
- Όχι ρε μαλάκα, δεν έχεις άλλο χρόνο! τώρα! τι κάνεις τώρα? ! τι έχεις κάνει έως τώρα? !!! Τελείωσε ο χρόνος σου. ξόδεψες τον άπειρο χρόνο σου κάνοντας απολύτως τίποτα και είσαι χαμένος στο πουθενά.
-Σκέφτομαι το φάντασμα. Ας περάσει όσος χρόνος θέλει, θα γιατρευτώ μόνος μου.
- Δε θα σε γιατρέψει ο χρόνος εγώ θα σε γιατρέψω
- Δε μου λες, είσαι ψυχοπαθής?
- Είμαι ο ψυχίατρος σου. δεν πήρες τίποτα αληθινό και θα σου το δώσω τώρα, αλλά δε θέλω μόνο να δίνω, θέλω και να παίρνω. Θέλω ομορφιά. Έχω ανάγκη από ομορφιά. Είσαι όμορφος άνθρωπος?
- Δεν ξέρω αν είμαι, δε θα το κρίνω εγώ.
-Αν δε ξες αν είσαι δε μου κάνεις. Δε μιλάω σε άσχημους ανθρώπους.
-έχω την ομορφιά μέσα μου γιατί είμαι ειλικρινής.
- δε βλέπω φλόγα όμως
- τη φλόγα  μου την έβγαλε εκείνη. Πρώτη φορά μαζί της ένιωσα άντρας
-  Άντρας είναι εκείνος που μπορεί να ζει μόνος του. Nα στέκεται μόνος του. να μπορεί να αναλαμβάνει ευθύνες μόνος του και να τις εκτελεί.  δεν είναι ότι έκανες σεξ πρώτη φορά με εκείνη που ήθελες και πέρασες όσο καλά μπόρεσες, ήταν που ακολούθησες πάντα τα μη ασφαλή μονοπάτια όταν σε οδηγεί σε αυτά καρδιά σου, να μη φοβάσαι τον πόνο και να χαμογελάς στο θάνατο όταν σε κοιτάζει στα μάτια.. Εσύ είχες το κουράγιο όπως σε άκουγα να φύγεις από τη στεριά που σου πρόσφεραν οι δικοί σου και να σαλπάρεις μόνος σου στις θάλασσες. Και πάντα διάλεγες αυτές. Αλλά τώρα πνίγεσαι.
-εγώ τα χω πει αυτά αλλά τώρα νιώθω ότι δεν έχω υπόσταση. είμαι μόνο μια φωνή και τίποτ' άλλο. Η υπόσταση καθορίζεται από την ερώτηση ''τι έκανες σήμερα δικιέ μου με την μέρα σου?'' Εγώ δεν είχα τι να απαντήσω. Ξυπνούσα, άραζα, άρχισα να πίνω όλη την ημέρα και να πονάω μέχρι που κουρασμένος το βράδυ θα έπεφτα για ύπνο. Δεν ξέρω πια ακριβώς τί σκατά κάνω σ'αυτό το καράβι, πού θέλω να πάω, αν είμαι καλός, αν αξίζω να βρίσκομαι σε ένα καράβι, αν μου αξίζει να βρίσκομαι σ'ένα καράβι και τι θέλω να κάνω με αυτό. Και ίσως θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Αλλά μου αρέσει να πώ  την αλήθεια, να κάθομαι σ' ένα καράβι και να μην κάνω απολύτως τίποτα. Και αυτό μέρα με την μέρα άρχισε να πονάει όλο και περισσότερο. Και όταν έφτασα στο χειρότερο σημείο μου, άρχισα να αγκαλιάζω τον εαυτό μου καταρχήν επειδή δεν είχα κάποιον άλλον και κατά δεύτερον από φόβο επειδή δεν ήθελα να πεθάνω. Φοβόμουν κάθε βράδυ ότι θα πεθάνω.. Και για να αγκαλιάσεις κάποιον πρώτα, θα έπρεπε ήδη να τον έχεις συγχωρέσει.  Και αγκάλιασα όλες εκείνες τις φωνές μου τις απεγνωσμένες, και άρχισα να τις συμπαθώ αντί να τις βρίζω. Και όταν ήρθε η ώρα που πραγματικά τις αγάπησα, συνειδητοποίησα ότι μέσα στο απόλυτο χάος μου είμαι και ευφερετικός. Δε φοβάμαι αυτό που είμαι, δε φοβάμαι αυτό που πονάω. Τότε κοίταξα τον μεγαλύτερο φόβο μου στα μάτια, λέγοντας τις λέξεις 'δε σου κρατάω πια καμιά κακία'. Και την επόμενη μέρα άκουσα τη φωνή σου. Και άρχισα σιγά σιγά να γιατρεύομαι.  
-φαντάζομαι το πρόσωπό σου, ένας άρρωστος τυπάκος ,με δυο τριχούλες στο μαλλί και γερασμένο πρόσωπο, μέτωπο με ρυτίδες και άψυχο κενό βλέμμα. χαλασμένος σπασμένος γερασμένος κουρασμένος. Κλεισμένος τόσα χρόνια στην μοναξιά του να ερωτεύεται άψυχα αντικείμενα.
- Και μιλάς και ασχολείσαι με έναν άρρωστο τυπάκο? ανώμαλη είσαι? είμαι ότι, αλλά έχω αποδεχτεί τον εαυτό μου. Τον έχω κάνει μια μεγάλη αγκαλιά, τα λάθη μου, τα στραβά μου και άλλα χίλια καλά και το μόνο που ψάχνω είναι μια φωνή καθαρή και αληθινή να ζήσω τη στιγμή μαζί της, την κάθε στιγμή, να είμαι ο εαυτός μου, να είμαι ψυχή και σώμα, ένα σώμα περίεργο που θα θέλει να μάθει τον έξω κόσμο. Να βρει λιμάνια όμορφα. Να αγκαλιάσει το κάθε δευτερόλεπτο με κάτι όμορφο και ενδιαφέρον. Και να μένω για εκείνη τη φωνή ξύπνιος. Να μην είμαι μόνος, να με αγκαλιάσει σφιχτά. Να αντισταθώ στο απρόθυμο και κουρασμένο μου κορμί και να πάω να φτιάξω τις βλάβες στο πηδάλιο. ξέρεις από βλάβες?\
-ξέρω από βλάβες. αλλά δε θα σε βοηθήσω πουθενά. Μόνος σου θα τις φτιάξεις και θα βγάλεις το καράβι σου έξω από την καταιγίδα και τα σκατά. Δεν θα πέσεις στα βράχια. Θα σου κρατάω παρέα να μη πέσεις στα βράχια.
-αυτό θέλω μόνο. τις βλάβες θα τις φτιάξω εγώ και θα συναντηθούμε.
-άμα τις φτιάξεις.
-και τι θα γίνει μετά?
-θα σε σκέφτομαι όμορφα. Θα σε βλέπω, θα σε ακουμπάω, θα σε μυρίζω θα σε αισθάνομαι.
Θα σε φιλήσω
Στα χείλια
Στο λαιμό
θα σε κοιτάξω στα μάτια
θα αγγίξω το δέρμα σου
θα ακουμπήσει το δικό μου στο δικό σου
θα ακούσω τους χτύπους της καρδίας σου
θα βάλω τα δάχτυλα μου μέσα σου
θα είσαι από πάνω μου μέσα μου να με κοιτάς στα μάτια μου να περνάω το χέρι μου στο λαιμό σου και στο σβέρκο σ να νιώθεις την ζέστη μου
και θα με γυρνάς μπρούμυτα
θα μπαίνεις μέσα μου να κόλλας πάνω μου
το άρωμα σου στη καυτή μου η ανάσα σου
να την νιώθω στο λαιμό μου
θα νιώθω το στηθος να ακουμπάει τ κορμί μου
εσένα πάνω μου
θα σε νιώθω να τελειώνεις μέσα μου
θα κάνουμε έρωτα στην αμμουδιά
θα μας χτυπάει ο ήλιος και θα λιώνουνε
θα βουτάμε στην θάλασσα κ θα συνεχίζουμε
και θα αράζουμε στην σκιά
αγκαλιά να ονειρευόμαστε
μαζί  να μας δροσίζει τ αεράκι
και να χάνομαι στα μάτια σου
να ταξιδεύω
να σε αγναντεύω να σε ζω να σ νιώθω να σε ερωτεύομαι
να σε θέλω
να λιώνω
να καίγομαι
μαζί σου με εσένα
σε εσένα
-Τώρα αρχίζω να νιώθω. Όλα αυτά που δεν ένιωσα. Αυτό το καράβι ξεκινάει τώρα να ξαναφτιάχνεται από την αρχή. Και θα γίνει ωραίο, όμορφο. Και θα έχει την βασίλισσά του. Γιατί αν δε το κάνει με περιμένουν τα σκυλόψαρα τα βράχια και τα φαντάσματα που θα γίνω.

Ας φτιάξουμε τα καράβια μας να ταξιδεύουν ξανά, παρέα με ζωντανούς ανθρώπους μέσα τους να μας δίνουν ζωή να βουλιάξουμε μέσα τους. 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Beth


Ένα παλιό καλοκαίρι βρέθηκες να τρέχεις με 150 χιλιόμετρα σε έναν μαύρο δρόμο, με χαμηλά φώτα, που δεν ήξερες τι θα συμβεί μπροστά σου, χωρίς να ξες που είναι η στροφή και το πρώτο αντικείμενο που έβρισκες θα σήμαινε αυτόματα το θάνατο σου. Τα σύννεφα ήταν γκρίζα και ο ουρανός θεοσκότεινος. Ο φίλος σου είχε κοιμηθεί έχοντας αφήσει το player ανοιχτό, με τη φωνή της να ξερνάει την ψυχή της και να απορροφάει εσένα. Παρόλη τη σκοτεινιά που σε κατακλύζει, συνεχίζεις να τρέχεις. Η καρδιά σου αρχίζει και σπάει καλπάζοντας στο απόλυτο σκοτάδι.  Όταν δε βγαίνεις ζωντανός από τη ζούγκλα, πας κατευθείαν και γράφεις, ότι καλύτερο έγραψες στη ζωή σου. 4 χρόνια αργότερα, αποδείχτηκε ότι αυτό που έγραψες δεν ήταν και τόσο σημαντικό, στα μάτια αυτών που θεωρούσες σημαντικούς. παρόλα αυτά για κάποιο λόγο συνεχίζεις και τρέχεις με 150 πέφτοντας με φόρα στην πρώτη καρδιά που θα συναντήσεις. Γιατί ένα βράδυ, η κοινή εμπειρία που ζήσανε 2 άνθρωποι είχε διαφορετική αξία στον καθένα, τεράστια για τον έναν, και σχεδόν ανύπαρκτη για τον άλλον, τότε είναι που πέφτεις στο τοίχωμα της άλλης λωρίδας και συνθλίβεσαι.

Την βλέπεις στην σκηνή να σου τραγουδάει ζωντανή και θυμάσαι όλες τις αναμνήσεις που άξιζαν. Η διπλανή που κάθεται δίπλα σου, χασμουριέται και σε κοιτάει με ειρωνεία την ώρα που βλέπεις να εμφανίζεται η μαγεία. Αρχίζεις και νιώθεις. Όλα αυτά που αγάπησες να ζωντανεύουν και όλα αυτά που σε πλήγωσαν να σε τρυπάνε. Και τότε πέφτεις και κλαις. 'αντε γαμήσου μωρή πουτάνα που μ' έκανες κοτζάμ μαντράχαλο να κλάψω σαν μωρό παιδί'. Κι αυτό που έγραψες τότε, τώρα αρχίζει και αποκτάει μια ακόμα διάσταση.




Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

I thought i had you for a moment



Πάντα σου χαλάει η διάθεση όταν μπαίνεις σε νοσοκομείο
Ειδικά όταν είσαι εσύ ο ασθενής
Η τηλεόραση είναι απέναντι σου καθώς είσαι γεμάτος με ορούς και μηχανήματα που κάνουν μόνιτορ την κατάστασή σου καθώς φθίνει
Βλέπεις στην τηλεόραση αυτό που πάντα ήθελες να πάρεις μαζί σου φεύγοντας
μια τελευταία εικόνα
Ήσουν για ψάρεμα σε μια παραλία και δεν είχες καλή πετονιά, ούτε καλό δόλωμα, ούτε ήσουν καλός ψαράς
η τύχη σου χαμογέλασε και τσίμπησες ένα διαμαντένιο ψαράκι που το τράβηξες μέχρι έξω
το είδες να σπαρταράει στα χέρια σου λίγο πριν σου ξεγλιστρήσει και πέσει πάλι στη θάλασσα
και χάρηκες
που έμαθες για πρώτη φορά πως είναι να σπαρταράει κανείς στα χέρια σου πριν εξαφανιστεί.






ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ

ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ

έχω σταματήσει πια
να γυρεύω σαν πρεζόνι
τις τυχαίες δόσεις καλοσύνης σου

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Η αφίσα


''Ήταν κάποιος που έκανε συμφωνία με τον διάβολο να ζήσει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές πάνω στη γη, σε αντάλλαγμα τις αναμνήσεις του. Ξύπνησε ένα πρωί χωρίς να θυμάται τίποτε και συνέχισε την πεζή ζωή του. Στα όνειρά του βλέπει φευγαλέα την πιο όμορφη κοπέλα που συνάντησε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Μόλις πήγε να την αγγίξει αυτή εξαφανίστηκε και αυτός ξυπνάει''


Άνοιξε τα μάτια του με έναν τεράστιο πονοκέφαλο. Πάντα όταν έπινε τεράστιες ποσότητες τζιν είχε κενά μνήμης. Το μόνο που θυμόταν ήταν, μερικές μέρες πριν, οι προκριματικοί του τοπικού πρωταθλήματος στο άλμα εις ύψος που είχε αρχίσει να πίνει από νωρίς και έπαιξε λιώμα. Ακόμα του έρχονταν στα αυτιά του, τα γέλια των φιλάθλων και των συναθλητών του καθώς ερχόταν με φόρα και έσκαγε σαν καρπούζι στο στρώμα μέτρα κάτω από τον πήχη. Αλλά όλα αυτά που έλαβαν χώρα την προηγούμενη νύχτα όλα είχαν σβηστεί.

Το μόνο που είχε μείνει στο μαξιλάρι του ήταν μια φωτογραφία. Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε στο κρεβάτι του. Δεν ήξερε το όνομά της, δεν ήξερε ποια ήταν, παρόλα αυτά το πρόσωπό της είχε κάτι οικείο, κάτι ζεστό, κάτι όμορφο κάτι μοναδικό για εκείνον. Σαν να είχε κατακτήσει κάτι σπουδαίο αλλά χωρίς να θυμάται πως και γιατί. Δεν δίστασε να την ερωτευτεί. Την έκανε και μια ωραία εκτύπωση και την έκανε αφίσα στο δωμάτιο του, πάνω από το κρεβάτι του. Στην κατάσταση που βρισκόταν τον τελευταίο καιρό η αφίσα ήταν κάτι παραπάνω από αφίσα. Ήταν λόγος για να ζει.

Το πρωί το περνούσε στην κωλοδουλειά και άφηνε τις μηχανικές κινήσεις των χεριών του στον αυτόματο, σπάζοντας το κεφάλι του να θυμηθεί κάτι, οτιδήποτε που θα την έφερνε ξανά στο κεφάλι του. Το απόγευμα πήγε στην προπόνηση, με την ελπίδα να ρωτήσει κάτι κάποιον, μήπως  πήρε το μάτι του να φεύγει με καμιά κοπέλα αλλά έπεσε στον προπονητή του και στον πρόεδρο της ομάδας έξω φρενών έτοιμο να τον διώξουν για δυσφήμιση του συλλόγου του, ενώ θα έπρεπε να παρασταθεί και ενώπιον του αθλητικού δικαστή για δυσφήμιση του αθλήματος. Αλλά ήταν τυχερός γιατί τέτοιες εποχές κανένας δεν νοιαζόταν για το άθλημα που αγωνίζονταν οπότε έπεσε στα μαλακά. Μόνο το youtube λίγο τον πείραζε που ανέβασαν τα κατορθώματα του και ο κόσμος έσπαγε πλάκα με τον μεθυσμένο κλόουν που παρίστανε τον αθλητή. Είχε ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο αγαπούσε αυτό το άθλημα. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει αλλά κάτι τον εμπόδιζε μέσα του. Το βράδυ, κουρασμένος άνοιξε ένα κρασί για να τον πάρει ο ύπνος γιατί διαφορετικά δεν κοιμόταν. Πήγε στην αφίσα και της μιλούσε '' ας αφήσουμε την ψευδαίσθηση να μας παρασύρει από αυτήν την άσχημη πραγματικότητα και να δώσουμε στη θέση της λίγο μαγεία''.

Οι μέρες περνούσαν και η αφίσα είχε γίνει εικόνισμα. Πάντα πήγαινε μπροστά της και της εξομολογούνταν τα πάντα. ''Είσαι το μόνο άτομο που λέω την αλήθεια για μένα.  Δεν ξέρω αν υπάρχεις, δε με νοιάζει αν είσαι μόνο ένα φάντασμα στο κεφάλι μου, μια υποσυνείδητη ανάγκη, γιατί δεν έχω άλλους ανθρώπους κοντά μου. Και τι δε θα έδινα να σε κρατώ στα χέρια μου, να σε φιλώ, να σου κάνω έρωτα, να μπαίνω μέσα σου καθώς τεράστιοι οργασμοί διαπερνάν τα στήθη μου, ότι καλύτερο έχω νιώσει στη ζωή μου ελπίζοντας ότι θα είμαι άξιος για να πέσω μέσα στην μαύρη τρύπα σου καθώς θα χάνομαι ταυτόχρονα στα πραγματικά σου μάτια, μια βουτιά στο κενό,  στο απόλυτο σκοτάδι,που ή θα πεθάνω ή θα κερδίσω την Αθανασία''. έλεγε από μέσα του κρατώντας σφιχτά και φιλώντας τα μαξιλάρια.

Όταν ηρέμησε, πήγε ιδρωμένος να πλυθεί και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το αθλητικό του κορμί γινόταν όλο και πιο πλαδαρό, τα ιδρωμένα του μαλλιά ολοένα και αραίωναν, οι τρίχες του άρχιζαν να ασπρίζουν, το πρόσωπό του γερνούσε και όσο πιο πολύ γερνούσε, συνειδητοποίησε ότι δεν έχει σημειώσει καμιά επιτυχία στη ζωή του, δεν κέρδισε καμία διάκριση, δεν έζησε κανένα μεγάλο έρωτα, καμία γυναίκα δεν του είπε 'σ' αγαπώ', δεν έκανε κανένα μεγάλο ταξίδι, όσες ευκαιρίες του δόθηκαν τις έχασε, είχε μείνει φρακαρισμένος, μόνος σε μια μικρή πόλη να φιλάει μια φωτογραφία. Την αποκαθήλωσε και μετά την έσκισε. Έβαλε τα κομμάτια της σ'ένα κουβά και τον άναψε φωτιά. Το βράδυ αποφάσισε να μην πιει και έχασε τον ύπνο του.

Ξαναγύρισε στις προπονήσεις καθαρός και αποφασισμένος. Το σώμα του τον πρόδιδε πάντα, αλλά δεν τα έβαλε κάτω. Κάθε μέρα εργαζόταν όλο και πιο σκληρά και το κανε για την πάρτη του και για κανέναν άλλον. Τη μέρα των αγώνων έπαιξε για όλα τα χαμένα του χρόνια. Πάτησε γερά και απογειώθηκε. Ένιωθε την πλάτη του να βλέπει τον πήχη από ψηλά. Εκεί ακριβώς θυμήθηκε τα πάντα. Τη στιγμή που την γνώρισε, το όνομά της, που μένει. Τη στιγμή που ξάπλωσαν μαζί. Προσγειώθηκε στο στρώμα του στίβου και την ένιωσε να ξαπλώνει κι αυτή.