''Ήταν κάποιος που έκανε συμφωνία με τον διάβολο να ζήσει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές πάνω στη γη, σε αντάλλαγμα τις αναμνήσεις του. Ξύπνησε ένα πρωί χωρίς να θυμάται τίποτε και συνέχισε την πεζή ζωή του. Στα όνειρά του βλέπει φευγαλέα την πιο όμορφη κοπέλα που συνάντησε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Μόλις πήγε να την αγγίξει αυτή εξαφανίστηκε και αυτός ξυπνάει''
Άνοιξε τα μάτια του με έναν τεράστιο πονοκέφαλο. Πάντα όταν έπινε τεράστιες ποσότητες τζιν είχε κενά μνήμης. Το μόνο που θυμόταν ήταν, μερικές μέρες πριν, οι προκριματικοί του τοπικού πρωταθλήματος στο άλμα εις ύψος που είχε αρχίσει να πίνει από νωρίς και έπαιξε λιώμα. Ακόμα του έρχονταν στα αυτιά του, τα γέλια των φιλάθλων και των συναθλητών του καθώς ερχόταν με φόρα και έσκαγε σαν καρπούζι στο στρώμα μέτρα κάτω από τον πήχη. Αλλά όλα αυτά που έλαβαν χώρα την προηγούμενη νύχτα όλα είχαν σβηστεί.
Το μόνο που είχε μείνει στο μαξιλάρι του ήταν μια φωτογραφία. Δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε στο κρεβάτι του. Δεν ήξερε το όνομά της, δεν ήξερε ποια ήταν, παρόλα αυτά το πρόσωπό της είχε κάτι οικείο, κάτι ζεστό, κάτι όμορφο κάτι μοναδικό για εκείνον. Σαν να είχε κατακτήσει κάτι σπουδαίο αλλά χωρίς να θυμάται πως και γιατί. Δεν δίστασε να την ερωτευτεί. Την έκανε και μια ωραία εκτύπωση και την έκανε αφίσα στο δωμάτιο του, πάνω από το κρεβάτι του. Στην κατάσταση που βρισκόταν τον τελευταίο καιρό η αφίσα ήταν κάτι παραπάνω από αφίσα. Ήταν λόγος για να ζει.
Το πρωί το περνούσε στην κωλοδουλειά και άφηνε τις μηχανικές κινήσεις των χεριών του στον αυτόματο, σπάζοντας το κεφάλι του να θυμηθεί κάτι, οτιδήποτε που θα την έφερνε ξανά στο κεφάλι του. Το απόγευμα πήγε στην προπόνηση, με την ελπίδα να ρωτήσει κάτι κάποιον, μήπως πήρε το μάτι του να φεύγει με καμιά κοπέλα αλλά έπεσε στον προπονητή του και στον πρόεδρο της ομάδας έξω φρενών έτοιμο να τον διώξουν για δυσφήμιση του συλλόγου του, ενώ θα έπρεπε να παρασταθεί και ενώπιον του αθλητικού δικαστή για δυσφήμιση του αθλήματος. Αλλά ήταν τυχερός γιατί τέτοιες εποχές κανένας δεν νοιαζόταν για το άθλημα που αγωνίζονταν οπότε έπεσε στα μαλακά. Μόνο το youtube λίγο τον πείραζε που ανέβασαν τα κατορθώματα του και ο κόσμος έσπαγε πλάκα με τον μεθυσμένο κλόουν που παρίστανε τον αθλητή. Είχε ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο αγαπούσε αυτό το άθλημα. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει αλλά κάτι τον εμπόδιζε μέσα του. Το βράδυ, κουρασμένος άνοιξε ένα κρασί για να τον πάρει ο ύπνος γιατί διαφορετικά δεν κοιμόταν. Πήγε στην αφίσα και της μιλούσε '' ας αφήσουμε την ψευδαίσθηση να μας παρασύρει από αυτήν την άσχημη πραγματικότητα και να δώσουμε στη θέση της λίγο μαγεία''.
Οι μέρες περνούσαν και η αφίσα είχε γίνει εικόνισμα. Πάντα πήγαινε μπροστά της και της εξομολογούνταν τα πάντα. ''Είσαι το μόνο άτομο που λέω την αλήθεια για μένα. Δεν ξέρω αν υπάρχεις, δε με νοιάζει αν είσαι μόνο ένα φάντασμα στο κεφάλι μου, μια υποσυνείδητη ανάγκη, γιατί δεν έχω άλλους ανθρώπους κοντά μου. Και τι δε θα έδινα να σε κρατώ στα χέρια μου, να σε φιλώ, να σου κάνω έρωτα, να μπαίνω μέσα σου καθώς τεράστιοι οργασμοί διαπερνάν τα στήθη μου, ότι καλύτερο έχω νιώσει στη ζωή μου ελπίζοντας ότι θα είμαι άξιος για να πέσω μέσα στην μαύρη τρύπα σου καθώς θα χάνομαι ταυτόχρονα στα πραγματικά σου μάτια, μια βουτιά στο κενό, στο απόλυτο σκοτάδι,που ή θα πεθάνω ή θα κερδίσω την Αθανασία''. έλεγε από μέσα του κρατώντας σφιχτά και φιλώντας τα μαξιλάρια.
Όταν ηρέμησε, πήγε ιδρωμένος να πλυθεί και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το αθλητικό του κορμί γινόταν όλο και πιο πλαδαρό, τα ιδρωμένα του μαλλιά ολοένα και αραίωναν, οι τρίχες του άρχιζαν να ασπρίζουν, το πρόσωπό του γερνούσε και όσο πιο πολύ γερνούσε, συνειδητοποίησε ότι δεν έχει σημειώσει καμιά επιτυχία στη ζωή του, δεν κέρδισε καμία διάκριση, δεν έζησε κανένα μεγάλο έρωτα, καμία γυναίκα δεν του είπε 'σ' αγαπώ', δεν έκανε κανένα μεγάλο ταξίδι, όσες ευκαιρίες του δόθηκαν τις έχασε, είχε μείνει φρακαρισμένος, μόνος σε μια μικρή πόλη να φιλάει μια φωτογραφία. Την αποκαθήλωσε και μετά την έσκισε. Έβαλε τα κομμάτια της σ'ένα κουβά και τον άναψε φωτιά. Το βράδυ αποφάσισε να μην πιει και έχασε τον ύπνο του.
Ξαναγύρισε στις προπονήσεις καθαρός και αποφασισμένος. Το σώμα του τον πρόδιδε πάντα, αλλά δεν τα έβαλε κάτω. Κάθε μέρα εργαζόταν όλο και πιο σκληρά και το κανε για την πάρτη του και για κανέναν άλλον. Τη μέρα των αγώνων έπαιξε για όλα τα χαμένα του χρόνια. Πάτησε γερά και απογειώθηκε. Ένιωθε την πλάτη του να βλέπει τον πήχη από ψηλά. Εκεί ακριβώς θυμήθηκε τα πάντα. Τη στιγμή που την γνώρισε, το όνομά της, που μένει. Τη στιγμή που ξάπλωσαν μαζί. Προσγειώθηκε στο στρώμα του στίβου και την ένιωσε να ξαπλώνει κι αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου