Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Σπορτμπιλι

Στο μεγάλο πάρκο του Hasenheide με τα τεράστια δέντρα υπάρχει μια καινούργια παρέα από Έλληνες κοντά στο ζωολογικό κήπο. Η ψυχή της παρέας είναι ο Μπίλης ο σκειτάς που κουβαλάει μια τσάντα γεμάτη μπάφους κόκες σπιντ και mdma. Κάθε φορά που περνάει κανας περαστικός, του χαμογελάει και του κάνει νεύμα να έρθει. Τότε του ανοίγει την μαγική τσάντα και του δίνει ότι ναρκωτικό επιθυμεί. Α! ξέχασα να σας πω ότι ο Μπίλης δεν έχει πόδια. Το σκέιτμπορντ ήταν και συνεχίζει να είναι το μέσο της μετακίνησης του καθώς κάθεται πάνω του και το μετακινεί με τα χέρια του.Οι παππούδες του του ήταν κάτι γοριλάνθρωποι, που γέννησαν μια πιθηκίνα που αυτή με τη σειρά της, γέννησε αυτό το έκτρωμα χωρίς πόδια. Αλλά όσο του έλειπαν πόδια, άλλο τόσο του περίσσευε στο να είναι καταφερτζής. Μπορούσε να βλέπει μπροστά κινήσεις και να εντοπίζει τις ευκαιρίες που του έρχονται από χιλιόμετρα, όπως αυτή που του παρουσιάζονταν στα 20 μέτρα να τον πλησιάζει. Ήταν ένα 18χρονο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά, τόσο όμορφο που ντρεπόσουν να το κοιτάξεις. Για μια στιγμή σάστισε, το αφεντικό του γύρισε και του πε ''έλα συγκεντρώσου, τέτοιες γκόμενες δεν είναι για σένα μικρέ'' και εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε ότι είχε απόλυτο δίκιο κατεβάζοντας το κεφάλι βράζοντας μέσα του. Το κορίτσι, ερχόταν πάνω σ' ένα longboard. Όλοι αυτοί  που σπάνε τα μούτρα τους και μετά ξανασηκώνονται για να συνεχίσουνε να κάνουνε την ίδια μαλακία που κανανε πριν είχαν τον απόλυτο σεβασμό του. Με το που τον είδε πάνω στο σκέιτ τον πλησίασε. Ανέβασε το κεφάλι, την κοίταξε και τα μάτια του άστραψαν. Ήταν σαν άγγελος. ''Θα θελα 20 ευρώ χόρτο'' του είπε χαμογελαστά. Αυτός συνέχισε να την κοιτάει σαν χαμένος. ''σόρυ, χάζευα την προσωπάρα σου και ξεχάστηκα. Αμέσως'' Γελάει αυτή γοητευμένη από το κοπλιμέντο. Βγάζει από το τσαντάκι του το σακουλάκι με το χόρτο. Της έδωσε ολόκληρο το σακουλάκι που άξιζε τουλάχιστον το διπλάσιο ''πολύ είναι αυτό'' του λέει η κοκκινομάλα με το λονγκμπορντ. ''Μου φτιάξατε τη μέρα δεσποινίς, σου το κερνάω'' της αποκρίνεται. ΄΄Ευχαριστώ. δεν μπορώ να πω όχι. σου αρέσει το σκέιτ?΄΄ τον ρωτάει από ευγένεια. ''ζω πάνω στο σκέιτ, μπορεί να μην είμαι σαν και εσάς αλλά ξέρω και εγώ τα κόλπα μου'' ''θα θελες να μου δείξεις κάποια μέρα?'' ''που θα σε βρω?'' ''στο τέμπελχοφ'' ''θα σε βρω'' της είπε μαγεμένος. ''εντάξει τα λέμε'' ενώ έσμπρωξε το λόνγκμπορντ της να κυλήσει και να φύγει. Με το που έφυγε έφαγε μια φάπα από το αφεντικό του ''καλά ρε μαλακισμένο, θα μας χαλάσεις όλο το εμπόρευμα για ένα κωλόμουνο?'' ''βγαλτο από το μεροκάματο μου ρε, τι βαράς? Εδώ μόλις έγινε ένα θαύμα'' ''στα αρχίδια μου, αν το ξανακάνεις έφυγες. Το κατάλαβες? Τόσα λεφτά πληρώνω για το εμπόρευμα, δεν το χαρίζω σε κανέναν''

Την επόμενη μέρα ο Μπίλης τρελάθηκε. Ήταν αποφασισμένος να βρει την κοπέλα και να εξαφανιστεί μαζί της για πάντα. Για αυτό έκανε μόνος του το βήμα της πίστης που απαιτείται και εκεί που καθόταν στο πάρκο μαζί με το αφεντικό του, παίρνει την τσάντα και φεύγει. ΄΄Που πας ρε μαλακισμένο?'' ''Άντε γαμήσου μαλάκα καθώς βάζει δύναμη στα χέρια του να φύγουν όσο το δυνατόν πιο μακρυά με το σκειτ του. Το αφεντικό τον κυνηγάει ΄΄δε θα γυρίσεις σπίτι σου? θα σε γαμήσω'' Ο Μπίλης είχε πάρει την απόφαση να μην ξαναγυρίσει ποτέ'' Ούτε περιουσία είχε, ούτε καλά ρούχα, ούτε αγαπημένα αντικείμενα. Ένα βαλιτσάκι είχε γεμάτο ναρκωτικά και ένα σκειτ. Και αυτά του αρκούσαν. Ήθελε να ζήσει ελεύθερος, για όσο μπορούσε. Το αφεντικό του είχε μείνει πίσω και έστριψε απαλλαγμένος από καταδιώκτες στο δασάκι που οδηγεί στο παλιό το αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ. Ήξερε ακριβώς που θα την βρει. Σε ένα μισοτελειωμένο κτίριο στην δυτική πλευρά του πάρκου κατεβαίνοντας. Εκεί έκαναν τα σκέιτ τους τα κουλ παιδιά. Και εκεί ήταν η κοπέλα με τους φίλους της. Λίγο πριν την συναντήσει, πήρε όσο περισσότερα ναρκωτικά μπορούσε από το βαλιτσάκι του που ήταν γεμάτο με εμπόρευμα αξίας τουλάχιστον 5000 ευρώ. Και είχε πάρει την απόφαση να τα πιεί όλα. Μόλις άρχισε να τον χτυπάει το md, πήγε με τα διεσταλλόμενα του μάτια και της λέει χαμογελαστά ''σε βρήκα'' ''όπα καλώς τον, πως σε λένε?'' ''Οι φίλοι μου με φωνάζουν σπορμπίλι'' ''εγώ είμαι η Μαρία'' . Η Μαρία ήταν ένα μικρό κορίτσι που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπέτειες μπορούσε. Την έλκυαν όλοι όσοι ήταν διαφορετικοί σ' αυτόν τον κόσμο. Απλά δεν ήξερε ότι ο Μπίλης εκτός από τα πόδια του είχε χάσει και το μυαλό του για εκείνη. Περάσανε το απόγευμα τους, μέχρι ο ήλιος να δύσει γλυκά τρέχοντας πάνω στα σκέιτ. Όταν νύχτωσε, πίτα από τα ναρκωτικά και οι 2, η Μαρία τον προσκάλεσε να έρθει μαζί της σε ένα πάρτι στο σπίτι ενός φίλου. Ο Μπίλης μπήκε σαν σταρ. Ήταν η ατρακσιόν της βραδιάς για τους παριστάμενους. Αφού τους κέρασε όλους ναρκωτικά και απέφυγε τον πειρασμό να κλέψει ένα iphone που βρήκε στο τραπέζι, άρχισε να χορεύει πάνω στο σκέιτ κάνοντας μπρέικ ντανς. Η Μαρία τον έπιασε από τα χέρια και τον στριφογύριζε γύρω απ αυτήν κάνοντας κύκλους στο σαλόνι που μετατράπηκε σε πίστα. Λίγο αργότερα της αγκάλιασε τρυφερά τα πόδια της και άρχισε να τα φιλάει. Κάθισε η κοπέλα στο πάτωμα και τον φίλησε στο στόμα. Πήγαν αγκαλιασμένοι σε μια κάμαρα την κλείδωσαν και η κοπέλα ξάπλωσε ολόγυμνη στο κρεβάτι. ''Θα πηδηχτούμε υπέροχα, στο υπόσχομαι'' της είπε. Στο πρόσωπο της είδε για πρώτη φορά την ευτυχία. Την κοιτούσε στα μάτια και χανόταν μέσα τους. Έβγαλε ένα χαζό χαμόγελο ευτυχίας λίγο πριν λιποθυμίσει στην αγκαλιά της κουρασμένος από την ημέρα.  

Το επόμενο πρωί που ξύπνησε η κοπέλα δεν ήταν εκεί. Ξύπνησε νωρίτερα και έφυγε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να μείνει εξάλλου για πολύ με έναν άνθρωπο χωρίς πόδια. Τι να κάνει και αυτός τα μάζεψε και έφυγε. Το βαλιτσάκι του ήταν άδειο. Το έβαλε στον ώμο του και άρχισε να τσουλάει με το σκειτ προς το δρόμο. Βγαίνοντας από το σπίτι είδε το αφεντικό του με 2 φίλους του να τον περιμένουν για να τον σκοτώσουν. Με που τους πήρε χαμπάρι άρχισε να τρέχει. Εκείνοι τον πήραν από πίσω. Για καλή ή κακή του τύχη μπήκε σε μια τεράστια κατηφόρα και τους άφησε πίσω. Έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα δεν μπορούσε να φρενάρει και στο τέλος του δρόμου ήταν μια διασταύρωση με διερχόμενα αυτοκίνητα. Ερχόμενος με φόρα στη διασταύρωση έπεσε πάνω σε ένα αμάξι που δεν πρόλαβε να φρενάρει και τον τίναξε στα 5 μέτρα. Όταν αργότερα ήρθε το ασθενοφόρο ο Μπίλης ξεψυχούσε. Μέσα στο ασθενοφόρο νόμισε πως είδε το Μαράκι να του κρατάει το χέρι καθώς όλα άρχισαν να θολώνουν και να σβήνουν.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου