Η τσατσά με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι, μου άνοιξε την πόρτα στο μπουδρελάκι του Αλτ Μαριεντχοφ, αφού έκανα καμιά ώρα να το βρω και έγινα μούσκεμα από τη βροχή. Της ζήτησα μια πετσέτα να σκουπιστώ από τα νερά κι από τον ιδρώτα του άγχους. Μαζί με την πετσέτα μου πρόσφερε καφέ και ένα μπολάκι καραμέλες. Ξετύλιξα μια, την έβαλα στο στόμα μου, από εκείνες τις μικρές αλλά στρόγγυλες, και μου ήρθε μια μπαγιάτικη γεύση καυτερής μέντας, χειρότερες κι από αυτές που σου προσφέρουν θείτσες σε μνημόσυνο. Αμέσως μετά με οδήγησε στο σαλόνι του κάστινγκ.Για Κυριακή μεσημέρι δεν είχε κίνηση και οι διαθέσιμες κοπέλες ήταν λίγες.Αφού παρατάχθηκαν στη σειρά, μπήκαν μια μια και κάναν την πασαρέλα τους με εσώρουχα. Εγώ, σαν άλλος κριτής καλλιστείων, έπραξα στο ακέραιο το καθήκον μου. Διάλεξα το ρωσσάκι με το γλυκό πρόσωπο και τον τουρλωτό κώλο, ο οποίος ήταν πιο αφράτος και από προφιτερόλ Ελενίδη. Μάλιστα είχε και ένα τατού με κερασάκι στο κωλομέρι της, για να κάνω το λογοπαίγνιο 'the one with the cherry on top' χωρίς να γελάσει καμιά με το ηλίθιο αστείο μου. Της είπα της τσατσάς το όνομα της κοπέλας και με έστειλε στο δωμάτιο. Μπήκα στο δωμάτιο κι άρχισα να ξεντύνομαι χαζεύοντας το είδωλο της ερωτικής μπυροκοιλιάς μου στον καθρέφτη του ταβανιού. Λίγο μετά μπήκε και το ρωσσάκι με σκοπό να ξεμπερδέψει γρήγορα με εμένα.Έλα όμως που δεν ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και δε μου έκανε κούκου. Απεναντίας μου συρρικνώθηκε.
'Τί θα γίνει?' με ρωτάει ενοχλημένη από την καθυστέρηση.
''Συγχωρήστε με δεσποινίς,αλλά δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά φέτος που μου συμβαίνει. Τι να κάνω?''
''Να χαλαρώσεις. Έχεις δοκιμάσει να πιεις λίγο κρασάκι πριν?''
''Έχω δοκιμάσει ότι γνωρίζω. Για αυτό ήρθα σε εσάς, να δω όντως αν υπάρχει πρόβλημα. Το φανταζόμουν ότι υπήρχε πρόβλημα''
''τι πρόβλημα?''
''φοβάμαι ότι δε μπορώ να αποδώσω.''
''και που νομίζεις ότι οφείλεται?''
''στο γεγονός ότι είμαι αγχωμένος''
''Γιατί είσαι αγχωμένος?''
''γιατί αυτή είναι η φύση μου. Να μην αντιδρώ τη στιγμή που πρέπει και αγχώνομαι..
''τι αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή?''
'μόνο φόβο. όλα τα άλλα σκαλώνουν.
πόσο χρόνο έχουμε ?''
''άλλα 10 λεπτά''
Ωραία. Οπότε, είχα δεν είχα, άρχισα πάλι να ξαπλώνω σ'ένα κρεβάτι και να κάνω αυτό που μπορώ να κάνω καλύτερα από το σεξ, δηλαδή να αφηγούμαι τα πρόσφατα κεφάλαια των βαρετών γκομενικών απομνημονευμάτων μου σε γυναίκες που δε μου κάθονται ούτε επι πληρωμή.
''Που λέτε δεσποινίς, περιμένω μια κοπέλα την κοπέλα των ονείρων μου.Την ονειρεύομαι όλη την ημέρα. δε μπορώ να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου''
''τι σου έκανε και είναι των ονείρων σου?''
''είναι η εικόνα που μου δείχνει πως είναι η ευτυχία αυτή τη στιγμή. ''
''πόσο καιρό την ξέρεις αυτή την κοπέλα?''
''εδώ και λίγους μήνες''
''ζει στο Βερολίνο?''
''όχι, είναι αγγλίδα, αλλά έρχεται σε λίγο να κάνει διακοπές και θα γνωριστούμε. και θέλω να μαι έτοιμος, καταλαβαίνετε''
όχι ιδιαίτερα, νομίζεις ότι σε θέλει?
''εγώ τη θέλω δε νομίζω να με θέλει αυτή. αλλά την τελευταία φορά που μιλήσαμε μου έκανε κάτι μαγικό''
''και πιστεύεις ότι αυτό είναι έρωτας? που το βασίζεις?''
''όλοι αυτοί που ερωτευτήκατε δεσποινίς πιστεύετε ότι είχατε κάποιον ισχυρότερο λόγο? Ότι θέλει ερωτεύεται κανένας, έτσι αυθαίρετα. Για λόγους που δεν ξέρει ούτε ο ίδιος. Εγώ ερωτεύτηκα μια εικόνα''
''και πιστεύεις ότι αυτό θα πετύχει?''
''Δε ξέρω, αλλά θα θελα να ήμουν αισιόδοξος. Να της δείξω τα αγαπημένα μου μέρη στην πόλη, Να την κάνω βόλτες στο πάρκο του Hasenheide, εκεί που το έδαφος με το γρασίδι γίνεται κυρτό και να ξαπλώνουμε αγκαλιά, να την πάω σε ένα όπεν ερ και να πάρουμε ναρκωτικά μαζί χορεύοντας αγκαλιασμένοι στη βροχή, να περπατήσουμε τις γέφυρες και να βλέπουμε τα ποτάμια μιλώντας για ασήμαντα πράγματα, να ξενυχτάμε ως το πρωί σε κλαμπς, να κάνουμε έρωτα το πρωί που θα ξυπνάμε και να της κάνω εξομολόγηση στο αγαπημένο μικρό πάρκο της γειτονιάς μου σε ένα παγκάγκι απέναντι στη λιμνούλα λέγοντάς της ότι θα ήθελα να πάρω ένα αεροπλάνο την επόμενη φορά και να την ξαναδώ''
''και γιατί ήρθες εδώ?''
''γιατί δεν ξέρω πως να της κάνω έρωτα''
''τότε ήρθες σε λάθος μέρος. Ο χρόνος μας τελείωσε''
Όταν τελικά έφτασε, προς μεγάλη μου έκπληξη όλα λειτούργησαν σωστά εκτός από την αφραγκία μου γιατί τα έφαγα όλα στα ρούχα που θα με έβλεπε. Για πρώτη φορά στη ζωή μου που η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο γενναιόδωρη από τις φαντασιώσεις μου
Την είχα στα χέρια μου επιτέλους, ήταν ζωντανή, ήταν εκεί αλλά και ένιωθα τίποτα,, αλλά η στιγμή περνούσε και δεν θα
υπήρχε καμιά άλλη ευκαιρία να περάσει από μέσα μου.
Ήμουν καυσόξυλο περιλουσμένο με βενζίνη περιμένοντας τη στιγμή
που θα με πάρει κατά τύχη καμιά σπίθα. Και ξαφνικά, άρπαξα φωτιά.
Κι
όταν περνάει από μέσα σου, μέσα από τη ζωή σου, τίποτα δεν σκέφτεσαι,
τίποτα δεν αξιολογείς, τίποτα δεν κάνεις λάθος, όλα τα βιώνεις, και η
στιγμή σου μένει καρφωμένη να την παίζεις στο ριπιτ κάθε φορά που θες να
θυμηθείς.
Έφτασα εκεί που δεν πήγα ποτέ.
Ήμουν ένα άγριο ζώο που έτρεχε να πιάσει την αστραπή
θέλοντας να πεθάνει ή να κερδίσει την αιωνιότητα.
Μετά την πήρα στην
αγκαλιά μου.
Λίγο πριν αποσυντεθώ από την κούραση, νόμισα ότι την είδα
να με κοιτάει, με τα μάτια μισόκλειστα, και να μου χαμογελάει.
Νόμιζα
ότι μου έλεγε 'μην ανησυχείς για τίποτα, είμαι δικιά σου'.
Το επόμενο πρωί είχε πάει στην άλλη άκρη του κρεβατιού κάνοντας την απόσταση που μας χωρίζει να φαίνεται χιλιόμετρα και ένιωθα το κρύο στο δωμάτιο.
Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Μόλις έκλεισε την πόρτα και εξαφανίστηκε, άρχισε να τρέμει το χέρι μου.
Ερχόταν στο νου μου όλα τα τρομακτικά σενάρια. Είχα βγει μαζί της την προηγούμενη στο ae και ένας ωραίος γκόμενος απέναντι
αλλά μεγάλο αρχίδι και μια μέρα θα τονε βρώ και θα τον γαμήσω στο ξύλο,
της έκλεινε το μάτι παρά το national geographic άγριο βλέμμα που του
ριξα. Το πρωί είδα ένα χαρτάκι με ένα τηλέφωνο που μάλλον της έδωσε εκείνος. Πήρα ένα μπουκάλι τζιν και άρχισα να το πίνω μεσημεριάτικα. Οι μέρες κύλησαν χωρίς να με ειδοποιήσει. Την έψαχνα απεγνωσμένα στο ξενοδοχείο της μα δε τη βρήκα. Ένιωθα ότι μαχαιρώθηκα.
Έκανα απογραφή να δω τι μου είχε μείνει
-ένα ολοκαίνουργιο κρεβάτι (πριν έρθει αυτή δεν είχαμε, κοιμόμασταν σ' ένα στρώμα σαν τα ζώα στο πάτωμα)
-κάτι καλοκεντημένα βίνταζ σεντόνια και μαξιλάρια (να αφήνει τα χύσια της και τον ιδρώτα της πάνω τους)
-μια γλάστρα τριαντάφυλλα (που ήθελα να της κόψω και να της δώσω ένα- να μαλάκα #self_facepalm)
-ένα πολύ μοδάτο αδιάβροχο (που αγόρασα 2 μέρες πριν έρθει και μου τέλειωσαν τα λεφτά τη μέρα που ήρθε, αλλά ευτυχώς της άρεσε)
-κάτι μάπα t-shirt (που δεν της πολυαρεσαν- ούτε εμένα να πω την αλήθεια)
-ένα
πανάκριβο πανέμορφο πουκάμισο (που ποτέ δεν είδε, γιατί ήθελα να με δει
Παρασκευή βράδυ να το φοραώ- αν και ομολογώ ότι την ώρα που το πλήρωνα
στο ταμείο ένιωσα πολύ κακούς οιωνούς)
-μια σχεδόν κλειστή καπότα
(που την έχω αφήσει ακόμα στο ράφι γιατί δεν ξέρω ακόμα αν λειτουργεί ή
αν θα πρέπει να την κρατήσω για ενθύμιο)
-μια τρίχα απ' τα αραιά μαλλιά της στο τραπέζι μου (που την χάνω και την ξαναβρίσκω κάθε 2-3 μέρες)
-ένα
αφόρητα κοινότυπο ποτήρι τσάι (που μου κανε δώρο για να βγει από την
υποχρέωση), ενώ δεν πίνω καν τσάι- γαμώ το φελέκι μου, την στιγμή που
έφαγα 3 ώρες brainstorming από τη ζωή μου να της βρω ένα δώρο που θα της
αρέσει, αλλά τουλάχιστον αυτή τη στιγμή βάζω το τζινάκι μου μέσα σ'αυτό
ενώ έχω μετατρέψει τη βάση του σε σταχτοδοχείο
-κάτι αδιάφορες
καρποστάλ που πέταξα, αλλά κράτησα τη μια, εκείνη που μ' άρεσε, και την
έκανα κορνίζα μέρες αργότερα, στον τοίχο πλάι στο καινούργιο μου
κρεβάτι, από την πλευρά που κοιμότανε, για να ξυπνάω κάθε πρωί και να τη
βλέπω, μπας και πάρει φωτιά το μάτι μου κι αρχίσω να τρέχω
- κάτι αναπάντητες ερωτήσεις στο κεφάλι μου και αρκετά αναπάντητα μεθυσμένα σταλμένα μηνύματα στο κινητό μου
-
ένα χαλασμένο κολιέ, που έσπασε πάνω στο κρεβάτι, και την αλυσίδα του
την έχω στην κρεμάστρα που κρεμάω τα κλειδιά μου, ενώ το πετράδι το
κουβαλάω πάντα στην τσέπη μου.
-και ένα όμορφο μέρος να πηγαίνει το μυαλό σου όταν χρειάζεται να πάει, προσπαθώντας να την ξεχάσεις.
Όσο για αυτά που χάθηκαν, από τη στιγμή που έφυγε εξαφανίστηκαν κομμάτια μου. το μυαλό μου, το ποδήλατο μου που το άφησα μια μέρα ξεκλείδωτο για να πάω για τζινάκια στο απέναντι σούπερ μάρκετ, η δουλειά μου που παραιτήθηκα, το μέλλον μου.
Η επιστροφή στην καθημερινότητα έμοιαζε σαν την άμαξα του παραμυθιού που ξανάγινε κολοκύθα αφού πέρασαν τα μάγια. Κοιτούσα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη και έμοιαζε σαν μια μαύρη τρύπα που ρουφούσε τη ζωή από πάνω του.
Έπρεπε να συνέλθω. Πήγα στο badeschiff που είχε open air εκεί που βρίσκονταν όλοι οι τουριστοκάνγκουροι της πόλης να βουτάνε σε μια κρύα πισίνα να βουτάνε με τα μαγιό τους. Μια φακλάνα μάλιστα ήρθε και με το μπραζίλιαν και βγαίνοντας της προεξείχε το ταμπόν. Η αποστολή μου ήταν να κάνω το σκουπιδιάρικο μαζεύοντας την πρώτη μεθυσμένη γκόμενα για να την στριμώξω.Βρήκα την πρώτη κοπέλα που με κοίταξε μόνη γύρω στα 20. Την πλησίασα.''έχεις ωραία μάτια'' της είπα το πρώτο που μου κατέβηκε στο κεφάλι ''θες να χορέψουμε?'' μου πρότεινε και άρχισα να χορεύω σα γλοιώδης καραγκιόζης μπας και μου κάτσει. Και μου κατσε, μετά από μια κουραστική κουβέντα αλλά αρκετά ενδιαφέρουσα αν ήσουν ένα αγράμματο 20 χρονο από την Πολωνία. Αργότερα καταλήξαμε σε μια ταράτσα ενός κτηρίου που έκαναν πάρτι μια παρέα της. Εκεί ξαπλώσαμε αγκαλιά κάτω από τα αστέρια. Την επόμενη έπρεπε να γυρίσει πίσω στην Πολωνία. Με πήρε στο τηλέφωνο και μιλούσαμε με τις μέρες. Μου έγραφε συνέχεια από το σπίτι της. Είχα αφήσει όλες μου τις δουλειές πίσω περιμένοντας σαν τρελός να ξανάρθει την άλλη εβδομάδα. Πίστευα ότι ήταν κάτι ξεχωριστό όπως όλοι οι μη ξεχωριστοί άνθρωποι που θα θέλαμε να ναι ξεχωριστοί για να μας δίνουν νόημα. Προς στιγμήν το ψυχολογικό μου ανοσοποιητηκό σύστημα πείστηκε ''για να μιλάμε τόσες ώρες, ξεχωριστή θα ήταν άρα''. Η μνήμη της αγγλιδούλας, αν και νωπή άρχισε να με πονάει λιγότερο. Αλλά κάπου βαθιά μέσα μου δεν μπορούσε να φύγει με τίποτα και αυτό συνέχιζε να με κάνει κουρέλι με τον τρόπο του.
Με κοιτούσε στο κρεβάτι και μου έλεγε είσαι άσχημος, έχεις 2 τρίχες στο κεφάλι σου, και τα μάτια σου είναι νεκρά, άψυχα αλλά λατρεύω τη φωνή σου και τον τρόπο που μου μιλάς
''εσύ θα με κάνεις όμορφο'' της απάντησα
''εσύ θα πρέπει να γίνεις όμορφος μόνος σου''
Μετά με πιάσανε τα σάλια και της έλεγα πράγματα που δε φανταζόμουν. Για πρώτη φορά είδα τον εαυτό μου να κάνει οικογένεια και από άντρας να γίνεται πατέρας και όλες αυτές τις μπούρδες που μπορεί να φανταστεί κάποιος που τα χει χαμένα.
''Θες να αρραβωνιαστούμε? να ζήσουμε μαζί?''
''Αμέ''
''Θα το κανονίσω αύριο, θα σε πάω σε ένα ωραίο εστιατόριο που με είχε πάει ο συγκάτοικος την πρώτη μέρα που ήρθα σ'αυτήν την πόλη, σε ένα ιταλικό φίνο, κοντά στο σπίτι που ζούσε ο Bowie. Μέχρι τότε θα έχω διαλέξει και δαχτυλίδι.
Γυρνώντας σπίτι τελείως μεθυσμένος,άρχισα να σπάω το δωμάτιο μου από ένα περίεργο τριπάκι ευφορίας. Ένιωθα ότι έπαιρνα την εκδίκησή μου από το σύμπαν, από την αγάπη που όλο την έψαχνα και ποτέ δεν την έβρισκα, από τον παλιό μου εαυτό. Το δωμάτιο μου ήταν ήδη ακατάστατο και φώναζα ότι αυτό δεν είναι ένα δωμάτιο ενός ανθρώπου που ελέγχει το χώρο γύρω του και έπρεπε να ξαναφτιαχτεί. Έσπασα τη βιβλιοθήκη το τραπέζι το φτηνό κρεβάτι, πέταξα τα μπιχλιμπίδια και την τρίχα από τα μαλλιά της αγγλιδούλας. Ήθελα μια αλλαγή.
Την επόμενη, μπήκα στο κοσμηματοπωλείο και διάλεξα ένα όμορφο και φτηνό δαχτυλίδι μιας που δεν μου είχε μείνει μια και άρχισα να ψάχνω για δουλειά να φύγω από το σπίτι του κολλητού μου, να βρω ένα δικό μου και να ζήσω μαζί της.
Στο εστιατόριο αφού ανταλλάξαμε κάποια γλυκόλογα της έβγαλα το δαχτυλίδι.
''δεν είμαι σίγουρη''
''γιατί?'
''γιατί δεν ξέρω''
''μη μου το κάνεις αυτό αφού το ξέρεις ότι μόνο εσένα θέλω''
Εκείνη την ώρα πήρε το μάτι μου να κάθεται απέναντί μου εκείνος ο τύπος από το ae που χαμογελούσε στην αγγλιδούλα μου. Μόλις τον πήρα χαμπάρι ότι είναι εκείνος, το χέρι μου άρχισε να τρέμει
''δε μου το χεις αποδείξει ακόμα. Τα μάτια σου είναι ακόμα άψυχα'' πρόλαβε να μου πει καθώς σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του
''Εσύ είσαι εκείνο το πουστράκι που χαμογελούσε στην κοπέλα μου πριν από λίγο καιρό στο ae?
''ε?''
πήρα το κεφάλι του και το έριξα στο τραπέζι με δύναμη. μετά του έκανα κεφαλοκλείδωμα και άρχισα να του ρίχνω μπουνίδια στο πρώσοπο. Με αρπαξε και πέσαμε κάτω μαζί. Μου έριξε μερικές αλλά τον βαρούσα με όλη τη δύναμη που είχα. Του ριξα και μια κουτουλιά στο μέτωπο κα λιποθύμισε. Το μάτι επιτέλους πήρε φωτιά και άρχισε να γυαλίζει. Η Πολωνίδα με κοίταξε και σάστισε τρομαγμένη. Με μαζέψαν οι υπόλοιποι θαμώνες και με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Ο υπεύθυνος μου ριξε και αυτός μερικές και η μύτη μου άρχισε να ματώνει και το μάτι μου να πρήζεται. Η κοπέλα πριν εξαφανιστεί μου είπε ''για αυτό δεν ήμουν παλιοψυχάκια''
Γύρισα σπίτι και αφού είδα το μάτι μου μελανιασμένο και τη μπλούζα μου γεμάτη αίματα είδα έναν πραγματικά ταλαιπωρημένο άνθρωπο στον καθρέφτη. Κάθισα έξω στο μπαλκόνι και περίμενα τον κολλητό μου να γυρίσει από τις διακοπές. Με το που άκουσα τον ήχο με τις ρόδες της βαλίτσας του να πλησιάζουν το σπίτι ψιλοχάρηκα. Με το που μπήκε σπίτι αναρωτήθηκε πως έγινα έτσι
''όχι άλλο μόνοι'' του είπα
''΄έχουμε κακομεταχειρηστεί τους εαυτούς μας'' μου απάντησε
συμφώνησα.