Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ganz einfach που λένε και εδωπέρα


‘’Αν δεν σε νοιάζει που βρίσκεσαι τότε δεν έχεις χαθεί’ - κάπου γραμμένο σ'ενα τοίχο

Ξυπνάω ένα πρωί και βρίσκομαι σε μια ξένη χώρα, που οι κάτοικοί της μιλούν σα να τους έχει πιάσει λόξυγγας, καταλαβαίνω μέχρι στιγμής ένα 8% απ’ όσα μου λένε, και καλούμαι να επιβιώσω μίλια μακρυά από το σπίτι μου, σε δρόμους που δεν ξέρω, με λίγα λεφτά στην τσέπη, ολομόναχος.Φυσικά, αν δεν ήθελα να κατακτήσω την εκφραστική μου ελευθερία και να γίνω ο καλλιτεχνάρας που ονειρεύομαι και δεν αυτοαποκαλούμουνα ΄πολιτιστικός μετανάστης’ θα άραζα ακόμα στην ερωτική μου πόλη θα έπινα φραπόγαλα στην παραλία, ενώ θα έψαχνα να βρω σε ποιό κανάλι-αλλά πρωτίστως σε ποιο αγρόκτημα- παίζει η μεγάλη Ηρακλάρα. Σαφώς πιο εύκολο δηλαδή.

Αλλά πριν κατακτήσουμε την ελευθερία μας θα πρέπει να παλαίψουμε στις αρένες και να την κερδίσουμε. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να κατακτηθούν πρώτα 3 πολύτιμα αγαθά. Γλώσσα, δουλειά και σπίτι.

Στο σπίτι που φιλοξενούμαι, ο πρώην χούλιγκαν-νην τραγουδοποιός του ανεκπλήρωτου έρωτα, έχει κρεμασμένο στον διάδρομο το το μόνο ενθύμιο του από την πόλη, ένα πανώ του Σούπερ-3 με το μπουλντόγκ που καπνίζει πούρο και γράφει CHAMPION-GATE-3 και κάθε φορά που το κοιτάζω πάντα αναρωτιέμαι ‘’Τσάμπιον? ποιό τσάμπιον? πήρανε ποτέ κάνα τσάμπιον και δεν το θυμάμαι?’’ Εντωμεταξύ το δωμάτιο του το έχει μετατρέψει σε στούντιο και συχνά πυκνά, ξυπνάει μεθυσμένος τα ξημερώματα και δίνει συναυλίες. Κάθε φορά που πατάει τα πλήκτρα του πιάνου είναι και μια μαχαιριά στην μουσική. Και στα νεύρα μου. Νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει να βρω μείνω κάπου αλλού.

Βρίσκω το κτίριο που ψάχνω στον απέναντι δρόμο. οι δίπλα μου περιμένουν το φανάρι να ανάψει πράσινο για να περάσουν απέναντι ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανένα αμάξι εδώ και ώρα στον ορίζοντα.Με κάνουν να νιώθω living on the edge, Ιντιάνα Τζόουνς και περνάω απέναντι χωρίς το πράσινο.

‘’Πείτε μου σας παρακαλώ πως πάω στο γραφείο τάδε?, μου απαντάει ο υπάλληλος ‘‘das ist ganz einfach μπλα μπλα’’ ‘‘ωραία, σκέφτομαι. το ganz einfach =είναι πολύ εύκολο, το κατάλαβα. Απ’ όλες τις υπόλοιπες κατευθύνσεις δεν κατάλαβα χριστό και μετά από καμιά ωρίτσα και ρωτώντας και μερικούς άλλους βρίσκομαι στο σωστό κτίριο. Εκεί με περιμένει μια χοντρούλα μεσίληξ που δεν μιλάει καμιά ξένη γλώσσα. Απορώ μέσα μου ‘’άμα πέσει δηλαδή καμιά κρίση/πανούκλα στη Γερμανία αυτές οι ιπποπόταμοι που έχουν γίνει από τα πολλά χάμπουργκερ οι δημόσιες υπάλληλοι που δεν έχουν μάθει ούτε μια ξένη γλώσσα πως θα επιβιώσουν?’’ Η χοντρή δεν φαίνεται προς στιγμήν να χαμπαριάζει και υποθέτω το χειρότερο σενάριο κάτι να μου λέει ΄ότι εμείς δεν πληρώσουμε τα κερατιάτικά σας κολοέλληνες, να φύγετε! να πάτε αλλού!’΄ Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πέσει σε αγενείς υπαλλήλους, από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι πρέπει στο επόμενο μου ραντεβού να βρω κάποιο διερμηνέα.

Τ ἀστέρια πέφτουν, οι αγάπες φεύγουν, οι ελπίδες βουλιάζουν και οι ευχές μένουν στον ουρανό ενώ εσύ τρέχεις σαν μανιακός να προλάβεις τα U-Bahn. είμαστε μόνοι ενάντια στον έναν. τον εαυτό μας. και τη ματζιριά μας. Αποφασίζω να μην κόψω εισιτήριο να δω τι θα γίνει. και τελικά έμαθα. έλεγχος εισιτηρίων. Κάποτε πριν την κρίση έβλεπα ελέγχους αραιά και που. Τώρα, που ζορίζονται και αυτοί αν δεν πέσεις σε έλεγχο τουλάχιστον μια φορά την ημέρα θα είναι τύχη. Με συνοπτικές διαδικασίες με συλλαμβάνουν και μου ζητάνε τη διεύθυνση για να μου στείλουν την κλήση. Εκεί βρίσκω τη χρυσή ευκαιρία να τους ρίξω το φέσι του Αραφάτ’’ και να φύγω Κύριος. Τους δίνω τη διεύθυνση της σκύλας που μ’εκλεισε την πόρτα της Αθήνας στα μούτρα και στα δάχτυλα, τους λέω ‘‘Μανούσου Κουνδούρου -τάδε- Πειραιάς’’. Τέσσερις βδομάδες αργότερα πληροφορήθηκα ότι το κόλπο μου δεν έπιασε και η λυπητερή έφτασε και μάλιστα διπλάσια στο πατρικό μου στη Θεσσαλονίκη.

Στη στάση του U-Bahn που πάω για το σχολείο, στις σκάλες καθώς ανεβαίνεις να βγεις στο δρόμο βλέπεις με σπρέι γραμμένο τη λέξη Kopf Hoch = ψηλά το κεφάλι. παίρνεις λίγο κουράγιο και συνεχίζεις. Δίπλα στο σχολείο είναι το πάρκο του Hasenheide ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα του Βερολίνου μπορεί να κάνει κανείς τη βόλτα του άμα θέλει να την κοπανήσει από την τάξη και να χαθεί μέσα στο δάσος. Αλλά καλό είναι να μην πάει και πολύ μακρυά γιατί τα μαυράκια που πουλάνε μαύρο μπορεί να σας πρήξουν λίγο. Λίγο έξω από το πάρκο στην Hermanstrase, υπάρχουν τεράστια προποτζήδικα και μικρά καζίνα ώστε όσα λεφτουδάκια βγάζουν τα μαυράκια να πηγαίνουν να τα παίζουν εκεί πέρα και ο κύκλος του χρήματος να κλείνει βλέποντας όλα να καταλήγουν στο μεγάλο χωνί της γκαντεμιάς. 

Η μεσήληξ καθηγήτριά μας στην τάξη κάθε φορά που ακούγεται το όνομα Ανκελα, κορδώνεται σαν γύφτικο σκεπάρνι. σαν την γιαγιά μου που έπινε νερό στο όνομα
‘‘του Μητσουτάκ’’ ένα πράμα,ενώ καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην κάνω κοπάνα κάποιο από το 4ωρο των 5 ημερών την εβδομάδα και κακομάθω μετά και χάσω την τάξη. Με τους συμμαθητές μου-συνομίληκους μαντραχαλάδες- wannabe καλλιτέχνες- νυν σερβιτόρους αργότερα μετά το σχόλασμα την πέφτουμε στα μαγαζάκια της Wesserstrasse στην καρδιά της περιοχής του Neukoln -κάτι σαν τον ζωολογικό κήπο της Βαλαωρίτου δηλαδή, για την απογευματινή μας μπύρα.  Εκεί μιλάμε τα πρωτόγονα γερμανικά για εξάσκηση ελπίζοντας ότι τα όνειρά μας θα πάρουν σάρκα και οστά και ο κόσμος μας δικαιωθεί.

Φτάνει Παρασκευή. Όλοι είναι έξω. Τα χριστούγεννα πλησιάζουν. Σχεδόν ξέχασα σε ποιά πόλη βρίσκομαι. Στην πόλη των χαμένων ψυχών και των ελεύθερων ανθρώπων ή τουλάχιστον έτσι μου αρέσει να νομίζω. Έξω στους δρόμους τα μπομπίρια σκάνε στρακαστρούκες και πυροτεχνήματα. Κάποιες φορες φοβάμαι μην είναι πυροβολισμοί από τη μεγάλη σύρραξη που θα λάβει μέρος και οι λίγοι τυχεροί του διαγωνισμού θα κερδίσουν τη ζωή τους, καθώς με ξυπνάνε τρομαγμένο τα πρωινά. Τα μεγαλύτερα παιδάκια χορεύουνε στα χαμπουργκεράδικα. Ο ψήστης έγινε ντιτζέι και μοιράζει σαν παπάς αντίδωρο με χημική ευτυχία. Οι πιστοί μεταλαμβάνουν και εξαφανίζονται από τη γή για 16 ώρες συνεχόμενες. Εμείς που μείναμε χωρίς αντίδωρο γυρνάμε Κυριακή χαράματα, προσπαθώντας να αποφύγουμε τους κρατήρες εμετών των απανταχού μεθυσμένων, ευχόμασταν να καθόμασταν σπίτι, και μεθυσμένοι να κάναμε σάιμπερ σεξ με γκόμενες από εξωτικά νησιά. Αι σιχτήρ πια. Ο συγκάτοικος αρχίζει καυγά γιατί αύξησα απότομα τη φωνή μου καθώς γκρίνιαζα. Η σύρραξη κορυφώνεται. Μια μπουνιά απέχει από το να τιναχτεί η ζωή μου στον αέρα. Λίγο αργότερα αποφασίζουμε να τα μαζέψω τα πράγματά μου και να βρω σπίτι αλλού.Έχω ένα μήνα μέχρι να βρώ σπίτια. Ψάχνω κάθε μέρα σα τρελός από αγγελία σε αγγελία. Είμαι κουρασμένος. Πηγαίνω στο πρώτο 'πρατήριο βενζίνης' spatkauf να βρω να πιώ. Καταλήγω στο πάρκο του Τempelhof, το παλιό τους αεροδρόμο.


Ξαπλώνω στα γρασίδια μεθυσμένος και πέφτουν τα φύλλα των δέντρων του χειμώνα. Η γη με καταπλακώνει σαν να έπεσα από ψηλά.  Ο τηλεοπτικός πύργος του Βερολίνου, που κοιτάζει όλη την πόλη, με καταγράφει με το τεράστιο κόκκινο μάτι του Σάουρον. Τρέχω πάντα ανάμεσα στο ‘’Κάποτε θα μαστε καλά’’ και στο ‘‘πουθενά’’ την ώρα που φιλάω των αέρα και καταλαβαίνω ότι δεν έχει και πολύ νόημα. Δεν είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον. Απλά φοβάμαι λίγο που όλα πρέπει να τα καταφέρω ολομόναχος. Στο τέλος του ορίζοντα, τα τραίνα πάνε και έρχονται. Σε παράφραση του Αγγελάκα αναρωτιέμαι ‘’τί έγινε εκείνο το s-Bahn που έβλεπε τα άλλα s-Bahn να περνούν?’’ και γελάω για τη μαλακίτσα που σκέφτηκα ενώ κατά βάθος ξέρω πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν πόλεις για νησιά σαν και του λόγου μου. Αψηφώντας το κρύο την φτώχεια, την γκόμενα που σε πλήγωσε, το σύμπαν που σου λέει ‘‘πού πας ρε Λευτεράκη, πού πας αγόρι μου’΄, εκείνη την ώρα δακρύζω. Άμα αντέξω λίγο ακόμα, οι καλύτερες μέρες θα έρθουν. Χωρίς εκείνη, αλλά θα έρθουν. Το φάντασμά της ανείκει στο παρελθόν. Η ιστορία ανείκει στο παρελθόν, δεν είναι αληθινή. Οι ευχές ανείκουν στο μέλλον. Η ζωή είναι το παρόν. Αυτό θα φτιάξει ένα καλύτερο αύριο. Αύριο θα είναι και πάλι μια δύσκολη μέρα. Ένα μόνο όνειρο είδες στην φτωχή ζωή σου και λίγο πριν πραγματοποιηθεί ήταν ήδη αργά γιατί ξύπνησες. Σηκώνομαι από τα γρασίδια. ξαναρχίζει το τρέξιμο.

υγ. Ηρακλάρα, πάρε το ΑΦΜ της Χέρτα Βερολίνου, να σε βλέπω Bundesliga.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου